Κριτική Θεάτρου
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Ο Βαφτιστικός της Κυρίας» των Maurice Hennequin, Pierre Veber και Henry de Gorsse στη Θεατρική Σκηνή «Αθηναΐς»
Ο ιδιοφυής καλλιτέχνης-δημιουργός, Χάρης Ρώμας, ανασκευάζει τα πραξιακά δεδομένα της γνωστής οπερέτας «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, έτσι ώστε να αποδοθεί μια ανανεωμένη «παρτιτούρα» στον αστερισμό της παλιάς σκαμπρόζικης γαλλικής φάρσας. Εντούτοις, ο Χάρης Ρώμας κατευθύνει τα δομικά μεγέθη της φάρσας προς την περιοχή της κωμωδίας στο επίπεδο της οποίας αναδεικνύονται χαρακτήρες και καταστάσεις με γνώμονα την κατασκευή πλαισίου αναφορών, που προωθούνται από το «εκεί και τότε» στο «εδώ και τώρα».
Κυρίαρχο συστατικό της κωμωδίας καταστάσεων αναδύεται βέβαια το φαινόμενο του quiproquo, δηλαδή της μεταφοράς και της μετατοπίσεως του άξονα ερμηνείας των πραγμάτων μέσω παρεξηγήσεων, που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικό, πολυλειτουργικό πανδαιμόνιο αλλαγής προοπτικών. Οι εν λόγω προοπτικές, δια της αισθητικής του ταχύρρυθμου, προκρίνουν και υπογραμμίζουν την μετωνυμία, η οποία φέρει στο προσκήνιο την κρατούσα ιστορικότητα. Χάρη σ’αυτήν δημιουργείται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι αντεγκλήσεις, που προκύπτουν από τις πολυσχιδής συνάψεις ανάμεσα στο άτομο της εποχής και στην συλλογικότητα που το περιβάλλει.
Ωστόσο, η κωμωδία ως μίμησις φαύλων αλλά μη βλαπτικών στοιχείων, κατά τον Αριστοτέλη, στηρίζεται περισσότερο στις σχέσεις που δημιουργούν αλυσίδα συγκρούσεων στον πυρήνα του «Εγώ» σε συνάρτηση με το «Εμείς». Ως εκ τούτου το άτομο διχάζεται ανάμεσα στις συναισθηματικές και ενστικτώδεις επιθυμίες του και στα κοινωνικά αιτούμενα, που εποπτεύονται από διάφορες διανοητικές διεργασίες.
Με απώτερο σκοπό την άψογη διατήρηση του καθρέφτη, η αρμονία καθίσταται εφικτή, ενώ υπογραμμίζονται καθ’υπερβολήν οι ερωτικές εξάρσεις και οι ζωηρόχρωμες, σπινθηροβόλες παρορμήσεις των μεν και των δε.
Ο Έλληνας μαιτρ της φαρσοκωμωδίας, Χάρης Ρώμας, ανυπέρβλητος σ’όλες του τις κινήσεις, τόσο από την πλευρά του διασκευαστού όσο κι από εκείνη του σκηνοθέτη προσαρμόζει το γλωσσικό ενδιαίτημα στην πανσπερμία των σκηνικών εικόνων με αποτέλεσμα μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις της πλούσιας καριέρας του. Η διασκευή του «Βαφτιστικού» προδίδει προσήλωση στη διατύπωση, γεγονός που καθιστά την δημιουργία του στο Θέατρο «Αθηναΐς» εξαιρετικό επίτευγμα από όλες τις απόψεις: σε κάθε επίπεδο της πλοκής της φάρσας των Ενεκέν, Βερμπέρ και Ντεγκόρς κυριαρχεί η ανάγκη αναδείξεως της αισθητικής ενός μπαρόκ αξιώσεων, υπό μορφήν εγκαρσίων τομών του νοήματος δια του συναισθηματισμού.
Στην φροντίδα αυτή αφοσιώνεται, κυριολεκτικά, όλος ο θίασος: η Θεοφανία Παπαθωμά ως Τιτίνα καταθέτει απλόχερα το εξαιρετικό της ταλέντο, όπως και η Κατερίνα Τσάβαλου, μοναδική στο ρόλο της Έλλης, ενώ η Εύη Κολιούλη ως Μαριγώ (υπηρέτρια) εντείνει τη διάθεση παραγωγής γέλιου δια του ερωτικού παραληρήματος.
Στο ρόλο Βάκη Βαβάκη, ο Βαγγέλης Δουκουτσέλης προσπαθεί να ισορροπήσει ορθολογικά καταφεύγοντας εντούτοις στον παραλογισμό ενός «υπηρέτη δύο αφεντάδων» θα λέγαμε. Εξάλλου, υπό την ίδια οπτική γωνία εμφανίζονται και οι Αλέκος, του Σωτήρη Καλλυβάτση, ο Τάσος Ζαμπάρας του Όθωνος Μεταξά και ο Παύλος Καραμούντζας του Αντώνη Καλομοιράκη, «θύματα» όλοι της αλληλουχίας των παρεξηγήσεων. Εξαιρείται ο Συνταγματάρχης του Χάρη Ρώμα, αν και σε γενικές γραμμές τείνει κι αυτός να «θυματοποιηθεί».
Αξίζει να αναφερθούμε εδώ στην άριστη επιλογή κατά την διανομή των ρόλων. Παρατηρείται άψογος σχεδιασμός σημαίνοντος και σημαινομένου καθώς η σχέση διατηρείται ως το τέλος της παράστασης: κάθε σημαίνον ισοδυναμεί με δύο τουλάχιστον σημαινόμενα που συντηρούνται με πιστότητα συνθέτοντας χρήσιμο (χρηστόν) ήθος. Έχω δε την πεποίθηση ότι ο Χάρης Ρώμας που συνήθως δε λειτουργεί με «ευκολίες» επέλεξε με ακριβόλογη διάθεση τους κατάλληλους ηθοποιούς για τους αντίστοιχους ρόλους. Εξάλλου, σε κάποιες επιλογές, λειτουργεί το λεγόμενο «λόγω φάτσας», με αποκορύφωμα τον Αντώνη Καλομοιράκη. Υπ’αυτές τις συνθήκες όπως τον «Βαφτιστικό» του Ρώμα το γέλιο είναι a priori δεδομένο και βγαίνει αβίαστο και ευεργετικό. Στη γενική αυτή υπέροχα ιλαρή ατμόσφαιρα συμβάλλουν κατά πολύ οι ευέλικτοι φωτισμοί του Δημήτρη Αποστόλου, τα καλαίσθητα σκηνικά και τα κοστούμια της Λαμπρινής Καρδαρά, η ορθή μουσική επιμέλεια του Χρήστου Παπαδόπουλου και το ευχάριστο «διάλειμμα» της χορογραφίας της Άντας Θειακού.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση που ανοίγει, κατά τη γνώμη μου, νέους ορίζοντες στην φαρσοκωμωδία, και όχι μόνο, δεδομένου ότι αυτό που αποκομίζει ο θεατής είναι μια έντονη αίσθηση ότι κάποιος κινεί, όπως λέμε, τα νήματα. Μολαταύτα τα «νήματα» δεν πέφτουν αμαχητί. Αντίθετα, τιμούν το «πεδίον της μάχης». Το κοινό αποχωρεί από το θέατρο με τη συγκίνηση και τη νοσταλγία της Αθήνας των αγώνων στην πρώτη γραμμή. Οι παλιότεροι τα έχουν ακούσει από τους παππούδες και οι νεώτεροι «βλέπουν» τη σκυτάλη και νιώθουν την ανάγκη να την διατηρήσουν ζεστή. Αυτό είναι σπουδαίο.
Και εν μέσω όλων αυτών, ο Έρωτας και η Τιμή θριαμβεύουν σε κλίμα αισιοδοξίας κι ελπίδας: το χθες συναντά το σήμερα που καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο το αύριο…
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.