Κριτική Θεάτρου . Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ στο Θέατρο Άττις – Νέος Χώρος
Το εμβληματικό έργο του Beckett, «Περιμένοντας τον Γκοντό», παρουσιάζεται από την ομάδα θεάτρου «Σημείο Μηδέν», στην φροντισμένη μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη και σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου. Ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης μετατρέπει τη μικροσκοπική σκηνή του Θεάτρου Άττις – Νέος Χώρος σε μια απέραντη αρένα αναμετρήσεως των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου με την ουσία του όντος ανάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ελάχιστες ανθρώπινες σιλουέτες σε βαρυσήμαντες κατασκευές.
Με οδηγό την Μέθοδο του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ο Σάββας Στρούμπος σωματοποιεί την φιλοσοφία και την πεμπτουσία της διαλεκτικής έτσι ώστε να αποδοθούν, μέσα από το ζεύγος Βλαντιμίρ-Εστραγκόν, εννοιολογήματα που αφορούν στην αναζήτηση μιας συμμετρίας ή ενός κοινού τόπου. Ωστόσο, το στατικό περιβάλλον καθίσταται αργά και σταθερά ακινητοποιημένο μικροσύμπαν, ανίκανο να αφομοιώσει την ουσία της ανθρώπινης οντότητας, που παραμένει απελπιστικά στις ιδανικές μορφές ενός αδήριτου εγκλεισμού.
Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν εκτελούν καθημερινά τις εντολές ενός ανύπαρκτου και κυρίως αόρατου μεσσία. Η καθημερινότητά τους είναι «καθημερινή» και τίποτα δεν αλλάζει την ομοιομορφία των λόγων και των πράξεων. Οι ημέρες διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι τη στιγμή που καταρρέει ο χρόνος. Κανείς δεν συνειδητοποιεί ό,τι γίνεται σαν να έχει εδώ και αιώνες, κολλήσει η βελόνα στο πικάπ της ζωής. Κι έπειτα, τι μπορεί να σημαίνει αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ζωή; Για τους δύο πεταμένους, περιθωριακούς, μίμους της υπαρκτικής ρουτίνας, τίποτε δεν τίθεται ως θέμα προς συζήτηση.
Κάτι προχωράει παρόλα αυτά. Το δεντράκι βγάζει δυο-τρία αρρωστημένα φυλλαράκια, ενώ το σιδερένιο δέντρο εξακολουθεί να αρνείται στο ζευγάρι την κρεμάλα. Αυτά είναι τα σημάδια που αποτυπώνονται με ενάργεια στο σώμα μιας τάδε ημέρας. Και, αν ο χρόνος καταργείται, ο καιρός παλαιώνεται και δείχνει τα νύχια και τα δόντια του.
Άλλωστε σε λίγο εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα άλλο ζευγάρι, ο Πόντζο και ο Λάκυ, αέναοι οδοιπόροι, απόστολοι της κακοδαιμονίας. Πρόκειται ίσως για το αρνητικό των απεσταλμένων από τον μεσσία. Η είσοδός τους κραυγάζει και ουρλιάζει για τα δεινά που πρόκειται να καταστρέψουν την ανθρωπότητα.
Εξάλλου, ό,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνει. Τα γεγονότα μακραίνουν σταδιακά, είναι αλήθεια. Η απειλή όμως και το θανάσιμο τέλος βρίσκονται πάντα ante portas: όλοι οι κατακτητές του κόσμου συναθροισμένοι χλευάζουν και ταπεινώνουν τους αιώνια μελλοθάνατους.
Η σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου καθοδηγεί με ήπιους βηματισμούς, τόσο τους μεν, που προασπίζονται τα δικαιώματα του μηδενικού, όσο και τους δε που ευαγγελίζονται την ανάσταση δικαίων και αδίκων. Ο κ.Στρούμπος καταδεικνύει και χειρίζεται ευθύβολα τις πτυχώσεις της μεθόδου του Τερζόπουλου κατορθώνοντας να εφαρμόσει με επιτυχία στην παράσταση όχι μόνο τις βασικές αρχές αλλά και τα «σκαμπανεβάσματα», που θεωρούνται απαραίτητα για την εσωτερική ανάπτυξη των ρόλων.
Ως Βλαντιμίρ, ο Χρήστος Κοντογιώργης πλάθει ένα έξοχο σωματικό ολοκλήρωμα που δημιουργεί προοπτικές παρά τις πανταχόθεν απαγορεύσεις. Άλλωστε, το εν κινήσει σώμα σε συνάρτηση με τη φορά του βλέμματος φανερώνει το υπόβαθρο της σκηνοθεσίας που κατορθώνει να συγκεράσει μια «παράλογη» ( ; ) αναμονή με ένα συγκινησιακά φορτισμένο όραμα στα όρια της αισθητικής του ρομαντισμού.
Στον αντίποδα, θα λέγαμε, ο Εστραγκόν τον οποίο δημιουργεί ο Κωνσταντίνος Γώγουλος υπενθυμίζει την περιοχή όπου διαβιεί με οιονδήποτε τρόπο η συνείδηση του περιθωρίου. Ο κ.Γώγουλος δεν δίνει, ούτως ή άλλως, διακεκριμένους χαρακτηρισμούς στον Εστραγκόν, που εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά αναζητώντας μια Γη της Επαγγελίας. Περιμένει τον Γκοντό. Αυτή είναι η δική του αποστολή αν και αναγνωρίζει αμέσως στον Βλαντιμίρ τον σύντροφο του. Τα δεσμά της αναμονής ακυρώνουν κάθε προσπάθεια αποστασιοποίησης.
Ο Πόντζο της Έβελιν Ασσουάντ εκφράζει εύγλωττα τον πανικό και την άσκηση βίας. Το θύμα του, ο Λάκυ, ακολουθεί σαν υποζύγιο, υπακούοντας στους σκληρούς νόμους που θεσπίζει ο θύτης. Τον υποδύεται εύστοχα και με σωματικό συμμετρικό παλμό η Έλλη Ιγκλίζ, η οποία στο τέλος της «πλοκής» σχηματίζει μαζί με την Έβελιν Ασσουάντ δίπολη φιγούρα του Αγοριού-Αγγελιοφόρου.
Η εξαιρετική αυτή παράσταση του Σάββα Στρούμπου φωτίζεται καίρια από τον Κώστα Μπεθάνη που δημιουργεί άκρως ενδιαφέρουσα από όλες τις απόψεις ατμόσφαιρα.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.