Κριτική Θεάτρου
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Ήρωες» του Gerald Sibleyras στο «Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου»
Το έργο του Gerald Sibleyras, «Ήρωες», εστιάζει σε τρία πρόσωπα που αναφέρονται σε μια αδιέξοδη πορεία ζωής και αναμονής του θανάτου. Η πλοκή του μικρού αυτού δράματος δεν απηχεί σχεδόν καμία περιπέτεια, ει μη μόνον την μετάβαση από ένα θεατρικό πλάνο σ’ ένα άλλο σχεδόν ίδιο. Ωστόσο, η εσωτερική διαπλοκή προσώπων και πραγμάτων αποκαλύπτει την «αληθινή» αλήθεια της διαλεκτικής στην ευρεία έννοια της αναζήτησης υποκειμένου και ό, τι αυτό συνεπάγεται.
Η δράση, στο πεδίο αυτής της ενδεικτικής διαλεκτικής, δεν οδηγεί σε κανένα ερωτηματικό, ενώ ο ερευνητής ή ο απλός θεατής δεν μπορούν να επιλέξουν ούτε την κατάλυση ούτε τη σύνθεση. Το έργο αυτό είναι ένας ύμνος στο αδιέξοδο, ένα πικρό «άσμα ηρωικό και πένθιμο», μια μελωδία προς το αναμενόμενο νεκρό εαυτό.
Οι δράστες της πλοκής, τρεις βετεράνοι έγκλειστοι σε γηροκομείο, δημιουργούν ένα υποτυπώδες δρώμενο, εκείνο της αέναης προετοιμασίας για έφοδο ή για απόδραση. Ευεργετούμενοι εμφανίζονται οι ίδιοι και ίσως μακροχρόνια κάποιοι συγγενείς που τους έχουν ήδη ξεχάσει στο Ίδρυμα για «βαριά» ηλικιωμένους. Συμπαραστάτες είναι οι ίδιοι «όλοι για έναν και ένας για όλους». Καθένας από τους τρεις τροφοδοτεί το τίποτα της πλοκής με ουσία ονείρου και αναμνήσεων. Οι παλιές τους ιδιότητες και οι συνήθειές τους από το στρατό, τους τοποθετούν σε πλαίσιο πιθανότητας και αυτό είναι το πλεονέκτημά τους: ένας καλός αιχμάλωτος, οφείλει να προσπαθεί για τη δραπέτευσή του. Υπέρτατη αρετή και χρέος του είναι το να ετοιμάζει την απόδρασή του σε καθημερινή βάση.
Στο επίπεδο αυτό, οι «Ήρωες» του Γάλλου συγγραφέα δεν έχουν σχεδόν κανέναν συμπαραστάτη, έχουν μόνο αντιτιθέμενους, με πρωτοστατούσες την σωματική αδυναμία και την τραυματισμένη από τον καιρό ύπαρξη, Ουκέτι καιρός! Ο καιρός παλαιώθηκε πολύ….
Εντούτοις, σε ορισμένα τους «ξυπνήματα», ο Ρενέ, ο Φερνάν και ο Γουσταύος, οι τρεις βετεράνοι, γυρίζουν πίσω και ξαναβρίσκουν ό,τι απομένει από τη σχέση τους, με την πρώτη κινούσα ιδέα, εκείνη την οποία σε αλλοτινές μέρες, εμπιστεύονταν ως υποκινητή της ορμής για κατάκτηση. Τόσο σε εποχή πολέμου όσο και σε περίοδο ειρήνης ο κώδικας ήταν γνωστός και ζωογόνος. Τώρα δεν περιμένουν τίποτα πια.
Όπως είναι φυσικό, οι τρεις Ήρωες δεν εξελίσσονται εσωτερικά υπογραμμίζοντας έτσι την στατικότητα την οποία εκφράζουν ως δραματικά πρόσωπα παραπέμποντα στο παράλογο. Ως κατάσταση, που απορρέει από μια βασανιστική επαναληπτικότητα, το παράλογο αναπτύσσεται μάλλον σε χώρο που ενθαρρύνει το λογικό παράδοξο και την αμηχανία. Η έλλειψη «μηχανής» καταγγέλλει την ανυπαρξία ισχυρών επιχειρημάτων για την δημιουργία συγκρούσεων. Την έλλειψη αυτή, ο σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγεβιτς την αφήνει ανεκμετάλλευτη και δεν καθοδηγεί αποφασιστικά τους ηθοποιούς σε εσωτερική επεξεργασία των ρόλων τους που παραμένουν επιφανειακές μονάδες της οριζόντιας ανάγνωσης του έργου. Άλλωστε, η μετάφραση της Μαριάννας Τόλη αφαιρεί από τον συνταγματικό άξονα της πλοκής ορισμένα απαραίτητα στοιχεία για την εν γένει παραγωγή νοήματος.
Μολαταύτα, οι τρεις πρωταγωνιστές, Γιάννης Φέρτης (Φερνάν), Δημήτρης Πιατάς (Ρενέ) και Ιεροκλής Μιχαηλίδης (Γουσταύος) λειτουργούν σαγηνευτικά σε μια παράσταση, την οποία υποστηρίζει ο άψογος φωτισμός της Ελευθερίας Ντεκώ, τα λιτά απέριττα σκηνικά του Γεωργίου Γαβαλά, τα κοστούμια του Μιχάλη Σδούγκου και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού.
Ο Γιάννης Φέρτης, ακολουθεί τη γνώριμη οδό που τον καθιέρωσε σε σπουδαίο πρωταγωνιστή του θεάτρου μας. Παρόλα ταύτα, ο κ. Φέρτης υποδύεται τον Φερνάν βοηθούμενος από τις ευκολίες του δηλαδή από τις «παικτικές» του παγίδες αρνούμενος επιπροσθέτως να αποποιηθεί τον jeune premier, ο οποίος τον ακολουθεί ακόμα κατά πόδας και τον κατοικεί.
Ο Δημήτρης Πιατάς ως Ρενέ, πηγαίος κωμικός, απογειώνει τον φαρσικό του ρόλο και τον αναλύει περαιτέρω χάρη στη βαθύτερη γνώση και την εμπειρία σε συνδυασμό με την ενδότερη ανάγκη να αποφύγει την παρερμηνεία ορισμένων επιφανειακών σημείων του έργου. Ο κ. Πιατάς έχει εδώ και πολλά χρόνια ερευνήσει διεξοδικά και με σοβαρότητα τον δύσβατο δρόμο μικρών και μεγάλων ρόλων και έχει κατορθώσει να κυριαρχήσει στις υποκριτικές μονάδες, τις οποίες αναγνωρίζει αποφεύγοντας έτσι την ισοπεδωτική δύναμη μιας πρόχειρης ανάγνωσης. Κάθε άλλο. Ο Δημήτρης Πιατάς ξέρει που και πώς να βαδίσει για να επεξεργαστεί και να υψώσει με επιμονή την ουσία της θεατρικής οντότητας που ερμηνεύει.
Στον ρόλο του Γουσταύου, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης υποκρίνεται τον κωμικό σαν να μην έχει ακόμα αποφασίσει σε ποιο πεδίο του δράματος θα ενταχθεί. Εντούτοις, ο κ. Μιχαηλίδης χειρίζεται με ευστοχία τη φυσική του γοητεία και τη θεαματική του προσωπικότητα, για να επιβληθεί εξελισσόμενος εντός του χώρου δίχως να κατασκευάζει παραλεκτικά κλισέ.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.