Κριτική Θεάτρου
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Ο χορός του θανάτου» του Στρίντμπεργκ στο Θέατρο «Μεταξουργείο»
Με το σύνολο του έργου του, ο δραματουργός Στρίντμπεργκ απλώνεται πέρα από την ανθρωπογεωγραφία των Σκανδιναβών δημιουργών. Κατασκευάζει ένα επέκεινα που αποτελεί μωσαϊκό προσλαμβανουσών εκκινώντας από αυτό-οριζόμενες εκφάνσεις του τραγικώς Είναι και Υπάρχειν.
Οι ήρωες του Στρίντμπεργκ παραπέμπουν σε φιγούρες ή και σιλουέτες, συμβολοποιούμενες στην βάση των θεμελιωδών συστατικών της ανθρώπινης ύλης, που αποτελεί αρχικά το υλικό αίτιο, εύπλαστο και συνάμα συμπαγές. Το οξύμωρο εικονοποιεί το δίπολο της συγκρουσιακής εκφοράς του Είναι σε συνάρτηση με το μη Είναι, καθώς και της ύλης απέναντι στην αντι-ύλη.
Επισημαίνουμε εδώ τους μετασχηματισμούς των σημιακών συστημάτων που στεγάζουν τις μεταλλάξεις της ψυχής και της αντιψυχής – εάν θεωρήσουμε το οξύμωρο ένα είδος σχήματος συντεταγμένων της μετα-φυσικής διάστασης των πραγμάτων.
Στο εκείθεν της κανονικότητας της θεματικής, της δομής και της άδηλης, ψευδαισθητηριακής πραγματικότητας, ο Στρίντμπεργκ επιχειρεί να δείξει την επιστροφή του ανθρώπου στην παιδική άγνοια κινδύνου και στην αναδιάρθρωση των αρμών που συγκρατούν και αναδεικνύουν την ανθρώπινη θέληση εις βάρος της προσδοκίας: Η δομή της θελήσεως είναι σαφώς δυνατότερη από την δομή της επιθυμίας. Ο Νικητής παίρνει τις απαιτούμενες αποστάσεις από τον Ηττημένο.
Ο «Χορός του Θανάτου» συν-υποδηλώνει την ποικιλία του μορφικού αιτίου και την ανάγκη να αποτυπωθεί η ατέρμονη μελέτη θανάτου δια της φιλοσοφούσας αισθητικής του μακάβριου. Εξάλλου, η σκηνοθετική ματιά του Άκη Βλουτή βυθοσκοπεί την πεισιθάνατη συνείδηση του ενικού ανθρώπου σκοπεύοντας εντούτοις στην ολοκλήρωση του συλλογικού επιστητού. Μέσα από την διαλεκτική του λάθους και της ανάγκης, επανατοποθετείται ο άνθρωπος στο κέντρο της οικουμενικής αλήθειας. Ο κ.Βλουτής δημιουργεί δύο ομόκεντρους κύκλους δια των οποίων διευθετείται το σημειακό πλέγμα Εγώ-Εσύ ακολουθώντας μια θρηνώδη νομοτέλεια στα όρια της προφητικής μανίας.
Τους τρεις έγκλειστους ήρωες στον Χορό του Θανάτου, θα τους τοποθετήσει αργότερα ο Σάρτρ σε ένα αδιέξοδο τόπο, Κεκλεισμένων των θυρών, εκεί όπου σφυρηλατείται ο εγκλωβισμός στην Κόλαση. «Η κόλαση είναι οι άλλοι» σύμφωνα με την εμβληματική φράση του Γάλλου φιλοσόφου του υπαρξισμού.
Οπωσδήποτε, η σκηνοθεσία του κ.Βλουτή απηχεί την μακάβρια φύση της αναζήτησης ενός διακεκριμένου χώρου διαβιώσεως του ενσώματου ανθρωποειδούς κατασκευάσματος, ενός δηλαδή προσώπου του Θανάτου.
Στον ρόλο του Λοχαγού, ο Άκης Βλουτής κινείται πολυλειτουργικά στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον εχθρό: Η γυναίκα του, όπως την ερμηνεύει η Δήμητρα Χατούπη, εποπτεύει τον χωροχρόνο και τις μετατροπές των καταστάσεων που δημιουργούνται από τους τρεις εγκλωβισμένους στην νοτισμένη ατμόσφαιρα ενός τοπίου ομίχλης. Οι τρεις φαντασματικές υπάρξεις δημιουργούν αλυσίδα διαβρωτικών μηχανισμών της Σκέψης. Η κ. Χατούπη πρωτοστατεί σε αυτόν τον ατελείωτο χορό, σκιαγραφώντας με κινήσεις ακριβείας την μετάβαση από το κρεβάτι στο κρεβάτι δίνοντας την εντύπωση κάθε φορά ότι ο τόπος αυτός μετουσιώνεται ομολογικά και όχι αναλογικά. Το κρεβάτι εκφράζει διάφορες κοσμοθεωρίες και είναι αυτό, έτσι τοποθετημένο στον χώρο, που χαρακτηρίζει και καθοδηγεί τα βήματα του χορού. Απόλυτη ηθοποιός, η Δήμητρα Χατούπη κυριαρχεί και μοιάζει με την επικίνδυνη Κίρκη που μεταμορφώνει όλους εκείνους που τολμούν να «κάνουν παιχνίδι» μαζί της. Ο Χορός της κ.Χατούπη ξεπερνά την απλή σύμφυτη χορογραφία για να αποδώσει έναν κόσμο που προσπαθεί να κρατηθεί με αγωνία πάνω στην γνωστή «Σχεδία της Μέδουσας». Ως Κουρτ, ο Βασίλης Ευταξόπουλος ενσωματώνεται χωρίς προσπάθεια στο τραγικό ντουέτο του θρήνου. Έτσι δείχνει τον ήρωα έτοιμο να θυσιασθεί για να υπάρξει ένας επόμενος κρίκος στην θανατηφόρα κατασκευή του Στρίντμπεργκ.
Λειτουργική και απέριττη η σκηνογραφία του Νίκου Αναγνωστόπουλου αξιοποιεί στο έπακρον το αυτό-οριζόμενο αντικείμενο «κρεβάτι» που διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην αντιμετώπισή του ως παραμορφωτικού καθρέφτη και πυκνωτή όλων των απειλών οι οποίες εκτοξεύονται από τα πρόσωπα. Ωστόσο, η υφέρπουσα αιώνια σιωπή στην οποία τείνει να εισέλθει η τελική φάση του ανείπωτου χορού, δηλώνει ευθαρσώς την ύπαρξή της αλλά και τα τεράστια αποθέματα υπομονής. Είναι ζήτημα χρόνου…
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.