Η ταινία για τη συναρπαστική ζωή της μεγάλης Ελληνίδας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου θα βγει στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου.
Πρωταγωνιστούν οι Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης και Ντίνα Μιχαηλίδου
Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη
Παραγωγός: Διονύσης Σαμιώτης
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης, Ντίνα Μιχαηλίδου, Παύλος Ορκόπουλος, Ευαγγελία Συριοπούλου, Λίλα Μπακλέση, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Ευγενία Σαμαρά, Γιάννης Δρακόπουλος, Αντώνης Λουδάρος, Κρατερός Κατσούλης, Ματθίλδη Μαγγίρα, Χρύσα Ρώπα, Φοίβος Δεληβοριάς, Χάρης Μαυρουδής, Λεωνίδας Κακούρης, Κατερίνα Διδασκάλου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Δρακουλαράκος
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Πρωτότυπη μουσική και τραγούδια: Μίνως Μάτσας
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Μιχάλης Σαμιώτης, Γιάννης Παπαδόπουλος
Ήχος: Νίκος Μπουγιούκος
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Sound Design: Αρης Λουζιώτης
Casting Directors: Σοφία Δημοπούλου, Φραγκίσκος Ξυδιανός
Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Μακιγιάζ: Δήμητρα Γιατράκου
Hair stylist: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Εκτελεστές παραγωγοί: Κώστας, Λαμπρόπουλος, Γιώργος Κυριάκος, Ναταλύ Δούκα
Μια παραγωγή της Tanweer Productions
Συμπαραγωγή: COSMOTE TV, Splendidway Universe, Phase2Phase Films, Viewmaster Films
Εκτέλεση Παραγωγής: Viewmaster Films
Με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ
Tραγούδι: «Ευτυχία»
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Στίχοι: Σοφία Καψούρου
Τραγουδιστές: Γιώργος Νταλάρας, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Μαρία Κίτσου
Ενορχήστρωση: Μίνως Μάτσας
Το soundtrack της ταινίας «Ευτυχία» θα κυκλοφορήσει ψηφιακά από τη MINOS-EMI, a Universal Music Company.
Η Tanweer Productions και ο βραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής παρουσιάζουν την “Ευτυχία”, τη μεγαλύτερη ελληνική παραγωγή του 2019.
Βασισμένη στον ταραχώδη βίο και το σπουδαίο έργο που κληρονόμησε η ελληνική μουσική από τη μεγαλειώδη πένα της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η ταινία, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, αντλεί έμπνευση από τα πάθη και τις αδυναμίες αυτής της πληθωρικής, αντισυμβατικής και πρωτοπόρου γυναίκας, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στο λαϊκό τραγούδι. Η μοναδική της προσωπικότητα αποτυπώθηκε στους στίχους της που μεταμορφώθηκαν σε μερικές από τις μεγαλύτερες και διαχρονικότερες επιτυχίες, όπως τα «Περασμένες μου αγάπες», «Όνειρο απατηλό», «Είμαι αητός χωρίς φτερά», «Ηλιοβασιλέματα», «Η φαντασία», «Είσαι η ζωή μου», «Μαντουμπάλα», «Στ΄ Αποστόλη το κουτούκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Δύο πόρτες έχει η ζωή» («Το τελευταίο βράδυ μου»), «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι».
Ο σκηνοθέτης συναντά την ασυμβίβαστη Ευτυχία στο πρόσωπο της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Κάτιας Γκουλιώνη, που υποδύονται τη στιχουργό σε δύο διαφορετικές ηλικίες.
Στο πλάι αυτής της καθαρόαιμης καλλιτέχνιδας στέκονταν οι πιο κοντινοί της άνθρωποι χάρη στους οποίους κατόρθωνε να ισορροπεί το δημιουργικό της δαιμόνιο με την αιρετική -για την εποχή- προσωπικότητα και ζωή της. Τους ρόλους αυτούς αναλαμβάνουν οι Ντίνα Μιχαηλίδου, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης, Παύλος Ορκόπουλος, Ευαγγελία Συριοπούλου, Λίλα Μπακλέση, Ευγενία Σαμαρά και Γιάννης Δρακόπουλος. Γνωστές προσωπικότητες του καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής ζωντανεύουν μέσα από ένα επιτελείο γνωστών ηθοποιών, όπως οι Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αντώνης Λουδάρος, Κρατερός Κατσούλης, η Ματθίλδη Μαγγίρα, Χρύσα Ρώπα, Χάρης Μαυρουδής, Λεωνίδας Κακούρης, Κατερίνα Διδασκάλου και ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς.
Σύνοψη
Ένα κορίτσι, μικροπαντρεμένο, ταξιδεύει από το Αϊδίνι στην Ελλάδα με τη μητέρα και τις δύο της κόρες. Στο πλοίο του ξενιτεμού παίρνει απόφαση να μην αφήσει τη ζωή να την προσπεράσει, αλλά να τη ζήσει, όπως θέλει. Και τη ζει! Γράφει ακατάπαυστα σε ό,τι πιάνει το μελάνι, από χαρτοπετσέτες και κουτιά από τσιγάρα μέχρι υπόλοιπα λογαριασμών. Καπνίζει, ερωτεύεται με πάθος, χαρτοπαίζει με θράσος σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια. Μία δασκάλα που γίνεται ηθοποιός στα μπουλούκια και στο θέατρο, μία ποιήτρια που γίνεται η μεγαλύτερη Ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάζεται με όλες τις διάσημες μουσικές προσωπικότητες της χώρας, από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα, ως τον Μανώλη Χιώτη, τον Αντώνη Ρεπάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι, υψώνοντας θαρραλέα ανάστημα, σε έναν σκληρό και τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο.
Facebook Page | Ευτυχία – Η ταινία: https://www.facebook.com/eftihiathemovie/
Instagram | eftihiathemovie: https://www.instagram.com/eftihiathemovie
Πώς αποτυπώνεται η Ευτυχία;
«Κανένα επίθετο δεν χαρακτηρίζει πραγματικά την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» λέει ο Άγγελος Φραντζής που ανέλαβε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον βίο και την πολιτεία της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μαζί να συνθέσει ένα μωσαϊκό που ξεκινάει από την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού το 1922 για να διατρέξει πέντε δεκαετίες στην Ελλάδα και να καταλήξει στο 1972.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας σε μία αστική οικογένεια, παντρεύτηκε έναν πολύ μεγαλύτερο της άντρα, έκανε δύο παιδιά και βρέθηκε ξενιτεμένη στην Αθήνα μετά τον ξεριζωμό του 1922. Όταν αποφάσισε ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να παραμείνει με έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αποφάσισε να κάνει ένα εντελώς αναπάντεχο καινούριο ξεκίνημα. «Καταρχήν στο θέατρο, όπου περνάει πολλά χρόνια παίζοντας στην αρχή σε μπουλούκια στην επαρχία και αργότερα στην Αθήνα με τη Μαρίκα Κοτοπούλη».
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, λέει για τη συναρπαστική τροπή που πήρε η ζωή της Ευτυχίας εκείνη την περίοδο: «Παρακολουθούμε την πορεία της. Πώς μια γυναίκα πάρα πολύ ελεύθερη και πολύ μπροστά για την εποχή της καταρχάς τολμάει και βγαίνει στο θέατρο σε περιοδείες, γνωρίζει έναν άντρα ηθοποιό και έχουν κάποια ερωτική σχέση». Αυτή η απόφαση να ακολουθήσει το όνειρο της, την ωθεί να χωρίσει τον σύζυγο της, αφήνοντας πίσω της μια μεγαλοαστική ζωή για να παίξει στα μπουλούκια. Δεν διστάζει, μάλιστα, να συνάψει ερωτική σχέση με τον ηθοποιό του θεάτρου Νίκο Αλεξίου, που ήταν και μέντορας της στα πρώτα της βήματα.
«Στη συνέχεια φεύγει από το θέατρο, ερωτεύεται τον Γιώργο Παπαγιανόπουλο, του οποίου παίρνει το επίθετο. Ξαναπαντρεύεται και αρχίζει να γράφει στίχους για τραγούδια, ενώ πάντα έγραφε ποιήματα. Ήταν ποιήτρια πολύ σπουδαγμένη, μορφωμένη, πάρα πολύ μπροστά από την εποχή της, ένα πολύ ελεύθερο πνεύμα» επισημαίνει ο σκηνοθέτης της ταινίας Άγγελος Φραντζής.
«Όταν γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγο της, που ήταν και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, βλέπουμε πώς αναπτύσσεται παράλληλα η ανάγκη της να γράφει στίχους, πώς έρχεται σε επαφή με τον χώρο του τραγουδιού με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τους άλλους μεγάλους, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Μανώλη Χιώτη με τον Μάνο Χατζιδάκι» λέει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Με δεδομένο ότι η ταινία εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα, αλλά δεν παύει να είναι μυθοπλασία, ο Άγγελος Φραντζής φρόντισε εξ αρχής να μην εξιστορήσει απλώς την πορεία αυτής της καταπληκτικής γυναίκας, αλλά να αποδώσει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα. «Για εμάς ο πυρήνας της ταινίας ήταν η ορμή αυτής της ζωής, της τόσο πολύπλοκης, σύνθετης, παράδοξης και γεμάτης αντιφάσεις. Αυτό προσπαθούσαμε να αποδώσουμε σε όλα τα κομμάτια της ταινίας. Είτε αφορά το κομμάτι της κάμερας, όπου έχουμε μια κινητική κάμερα, όπου η κίνηση εκφράζει αυτή την ορμή, είτε σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, όπως τη σκηνογραφία και τα κοστούμια» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Για να βουτήξει κανείς σε μία εποχή και ένα ιστορικό πρόσωπο τόσο μεγάλο και να φωτίσει ένα πρόσωπο ιστορικό και μυθικό, όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, χρειάζεται πολλή έρευνα. «Το πρώτο κομμάτι της δουλειάς είναι το να διαβάσουμε πολύ, να δούμε εικόνες, φωτογραφίες για την περίοδο, την εποχή και το ίδιο το πρόσωπο. Επίσης, μιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν γνωρίσει την Ευτυχία, με ανθρώπους που έζησαν δίπλα της. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε αυτό το ιστορικό πρόσωπο, όχι για να είμαστε εγκυκλοπαιδικά ακριβείς, γιατί δεν είναι τόσο αυτός ο στόχος, όσο για να καταλάβουμε τον χαρακτήρα της. Είναι μια ταινία που εμπνέεται από τη ζωή της και τα πραγματικά γεγονότα, αλλά δεν παύει να είναι μια μυθοπλασία. Είναι ο δικός μας τρόπος να δούμε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
«Βασιστήκαμε σε μαρτυρίες, στο βιβλίο της εγγονής της Ρέας Μανέλη, σε συνεντεύξεις, σε αφιερώματα, σε μαρτυρίες του Αλέξη Πολυζωγόπουλου, του εγγονού της» αναφέρει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Δύο ηθοποιοί, μία Ευτυχία
Στην ταινία αποφασίστηκε εξ αρχής να εμφανίζονται δύο διαφορετικές ηθοποιοί στον ίδιο ρόλο. Μια απόφαση που είχε ρίσκα και πολύ ενδιαφέρον. «Γιατί βεβαίως μπορεί κάποιος θεατής να χάσει την ταύτιση περνώντας από τον ένα χαρακτήρα στον άλλον. Παρ’ όλα αυτά εμείς επιλέξαμε να έχουμε δύο διαφορετικές ηθοποιούς για να φωτίσει η καθεμιά διαφορετικά τις πλευρές που αντιστοιχούν στην εποχή που ερμηνεύει. Άλλωστε, θα ήταν δύσκολο και ψεύτικο μια ηθοποιός να ξεκινάει από μία πολύ νεαρή ηλικία και να φτάσει σε μία πολύ μεγάλη ηλικία. Κάναμε πολλή δουλειά με τις δύο ηθοποιούς για να βρεθεί ο κοινός τόπος, η ουσία του χαρακτήρα και πώς φωτίζεται από τις διαφορετικές ηλικίες. Κάναμε αρκετούς μήνες πρόβα για να βρούμε τον ίδιο τρόπο και στις δύο, πολλούς αυτοσχεδιασμούς, πολλά κομμάτια εκτός ταινίας για να βρούμε πού βρίσκεται αυτός ο χαρακτήρας. Η μία ηθοποιός έπαιρνε τον ρόλο της άλλης ή έπαιρνε την ηλικία της άλλης ούτως ώστε να βρούμε τα κοινά σημεία» εξηγεί ο Άγγελος Φραντζής για τη διαδικασία.
«Κάναμε πολλή προετοιμασία με τον Άγγελο Φραντζή και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, με την οποία δουλέψαμε μαζί για να έχουμε έναν κοινό άξονα στον χαρακτήρα με πάρα πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Δουλέψαμε κάπως πιο ελεύθερα πριν να μπούμε στο σενάριο» συμπληρώνει η Κάτια Γκουλιώνη. «Αντιμετωπίσαμε πέντε δεκαετίες με διαφορετικούς χώρους, σπίτια, ντεκόρ, ρούχα, φωτογραφία. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Πέρα από το μακιγιάζ, ψάξαμε να βρούμε τι κάνει ένα σώμα και τι βαραίνει έναν ανθρώπινο νου και οργανισμό».
«Κάναμε αυτοσχεδιασμούς αναφερόμενες και σε παλιότερες εποχές, σε βιώματα και εμπειρίες της, πώς αυτά εγγράφηκαν στον ψυχισμό της, πράγματα σκοτεινά για το οποία δεν ήθελε να μιλάει, όπως μια περίοδο αιχμαλωσίας που είχε βιώσει την περίοδο της μικρασιατικής καταστροφής. Αργότερα κάναμε αυτοσχεδιασμούς με τα κοντινά της πρόσωπα, όπως με τον Παπαγιανόπουλο, ξεκίναγε η μία και μετά με σήμα του Άγγελου έμπαινε η άλλη σαν να ήμασταν το ίδιο πρόσωπο, για να αποκτήσουμε κοινούς εκφραστικούς κώδικες. Συζητήσαμε πολύ οι τρεις μας για τον εσωτερικό της κόσμο και πώς εκφραζόταν εξωτερικά για να έχουμε μια κοινή γλώσσα, στις χειρονομίες, στην εκφραστικότητα των χεριών, πώς σβήνει το τσιγάρο πώς το κρατάει. Το μολύβι, η εμμονή της με το χαρτί, οι σχέσεις της με τους άλλους, με τις κόρες της, με τον Λουκά που είναι ο κοντινός της άνθρωπος» θυμάται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
«Εκτιμώ ιδιαίτερα και τον Άγγελο Φραντζή και όλους του συντελεστές , όπως και αυτό το σπουδαίο θέμα, την καταπληκτική αυτή γυναίκα. Είναι μεγάλη τιμή να την υποδυθώ. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. ΟΙ στίχοι της συγκρίνονται με τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών» καταλήγει η Καραμπέτη.
Οι χαρακτήρες
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου- Καρυοφυλλιά Καραμπέτη («Ο Εργένης», «Ελεύθερη Κατάδυση», τηλεοπτικές σειρές «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», «Ο Κίτρινος Φάκελος») και Κάτια Γκουλιώνη (βραβείο γυναικείας ερμηνείας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ταινία «Πολυξένη», «Ακίνητο Ποτάμι», «Σύμπτωμα»)
Μία πληθωρική, εκρηκτική, μεγαλειώδης, αντιφατική ηρωίδα.
Ήταν πνεύμα ανεξάρτητο αλλά υπήρξε μία τρυφερή μητέρα, μία παθιασμένη προσωπικότητα, σταθερά ερωτευμένη με τον δεύτερο σύζυγο της, αλλά και χειραφετημένη γυναίκα ταυτόχρονα. Ήταν μια καθαρόαιμη καλλιτέχνιδα που έγραφε πυρετωδώς, όμως ξεπούλαγε το έργο της όπως όπως. Πέρασε από συναισθηματικές θύελλες, αλλά αγαπούσε με πάθος τη ζωή. Μετουσίωνε τις τραγικές εμπειρίες της σε σπουδαίους στίχους -που έγραψαν στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων- και κατάφερνε να συνεχίζει χάρη στο καυστικό της χιούμορ και το θερμό της ταπεραμέντο. Ήταν έμπρακτα δοτική σε όποιον το είχε ανάγκη και μια αμετανόητη χαρτοπαίχτρα, που σκαρφιζόταν απίθανες ιστορίες για να τροφοδοτεί το πάθος της. Αλτρουίστρια και -καμιά φορά- εγωίστρια.
«Ήταν ένα πλάσμα πολυδιάστατο και αντιφατικό. Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, δεν είναι μία αγιογραφία, αλλά μια ταινία που προσπαθεί να αναδείξει όλες αυτές τις διαφορετικές πλευρές της. Ήταν ένα πνεύμα ασυμβίβαστο, μια γυναίκα πολύ ελεύθερη, μπροστά από την εποχή της, μια γυναίκα που βούτηξε στα πάθη της, που τα αποδέχτηκε, που δεν τα φοβήθηκε, και μας δίδαξε, μέσα από τους στίχους της και την ίδια της τη ζωή, ότι πρέπει να αποδεχόμαστε τη ζωή με όλες τις της αντιφάσεις» εξηγεί ο δημιουργός.
«Είχε απίστευτο χιούμορ, είχε ευθυβολία στην ατάκα της. Είχε μια έξυπνη απάντηση για να σατιρίσει ακόμα και τις δύσκολες στιγμές» εξηγεί η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. «Ήταν ένας άνθρωπος τόσο δοτικός που μπορεί να μην είχε χρήματα, αλλά αν έβλεπε ότι κάποιος άλλος είχε περισσότερη ανάγκη από εκείνη, έβγαζε από το υστέρημα της και τον βοηθούσε»
«Ήτανε μεγαλύτερη από τη ζωή η Ευτυχία, έτσι τη φαντάζομαι, δεν της έφτανε τίποτα, ήθελε παραπάνω, κι ας ήταν το μέγιστο αυτό που υπήρχε εκείνη τη στιγμή» λέει χαρακτηριστικά η Κάτια Γκουλιώνη. «Είναι μια γυναίκα η οποία αρνήθηκε να μπει σε πατριαρχικούς ρόλους, αρνήθηκε να υπηρετήσει την κοινωνική επιταγή και οτιδήποτε της ζητήθηκε, βάζοντας το χιούμορ πάντα μπροστά. Η Ευτυχία ζήτησε το ‘32 περίπου διαζύγιο, σε μία εποχή που η γυναίκα θεωρούνταν ότι είναι προς χρήση οικιακή ή συζυγική, τίποτα άλλο. Δεν είναι ότι δεν ένιωθε τις συνέπειες, αλλά αντιμετώπιζε σαν πείραμα τη ζωή».
Σε μία εποχή που οι γυναίκες ήταν προορισμένες αποκλειστικά για τους ρόλους της συζύγου και της μητέρας, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που είχε το πτυχίο της δασκάλας, αυτοπροσδιορίστηκε ως ηθοποιός, έπαιξε σε μπουλούκια και σε σκηνές, πήρε διαζύγιο, ερωτεύτηκε με πάθος, ξαναπαντρεύτηκε και παράλληλα κέρδισε το σεβασμό των μεγαλύτερων συνθετών της εποχής της, που ήταν, φυσικά, όλοι άντρες.
«Προσπαθούσαμε να εντρυφήσουμε στον χαρακτήρα της Ευτυχίας, αλλά και στην εποχή. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε το περιβάλλον της και πώς αυτή η γυναίκα είχε αυτή την ελευθερία να πηγαίνει κόντρα στην εποχή της. Πώς ήταν σε έναν κόσμο αυστηρά ανδροκρατούμενο κι υπήρχε εκεί με πολύ μεγάλη άνεση. Τη σεβόντουσαν όλοι» λέει η Καραμπέτη. «Τη διακατείχε μεγάλο πάθος για τα χαρτιά και για να το συντηρήσει πούλαγε τους στίχους της πολύ φτηνά. Δεν σκεφτόταν το μέλλον ή τα πνευματικά της δικαιώματα και τις εισπράξεις που μπορεί να της εξασφάλιζαν ένα καλύτερο μέλλον. Σκαρφιζόταν συνέχεια τρόπους για να αποκτά άμεσα ρευστό».
«Η Ευτυχία πρώτα ζούσε και μετά έγραφε, το ξέρουμε από μαρτυρίες. Ό,τι ζούσε αυτό έγραφε. Γιατί έκανε κακό στον εαυτό της με την χαρτοπαιξία; Αν δεν ζούσε έτσι, δεν θα έγραφε. Πρώτα ζούσε, αυτό μετουσιωνόταν και έγραφε. Δεν έγραφε ακαδημαϊκά. Ξεκίνησε δασκάλα, έγινε ηθοποιός, έφυγε με τα μπουλούκια, έγραφε από πάντα από πολύ μικρή με έναν τρόπο σαν ανάγκη στιγμιαία, με πυρετό, αυτό που θα βρεις πάση θυσία κάτι για να το σημειώσεις. Είχε ένα πυρετό σε αυτό που έκανε» επισημαίνει η Γκουλιώνη.
«Είναι ένας χείμαρρος, μία μητριαρχική φιγούρα, που σε μία ανδροκρατούμενη εποχή εισβάλλει σε μία περιοχή απαγορευτική για τις γυναίκες, με μία φιλοσοφία, με μία σκέψη, με μία φόρα και τα ανακατεύει όλα. Κάτι πολύ όμορφο» λέει ο Θάνος Τοκάκης, που υποδύεται τον επιστήθιο φίλο της Λουκά, έναν ομοφυλόφιλο άντρα, που βρήκε καταφύγιο στην ανοιχτόκαρδη Ευτυχία και έμεινε κοντά της μέχρι το τέλος της ζωής της.
«Τα χαρτιά ήταν το μοναδικό που τη συγκέντρωνε, αλλά και το γράψιμο της δεν είναι τυχαίο. Και το γράψιμο και τα χαρτιά είναι δύο πράγματα που έχουν τα χέρια. Αυτή η φόρα, το χιούμορ, η ορμή, η ελευθερία που είχε. Έζησε πάρα πολύ δύσκολα πράγματα, σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία» παρατηρεί η Γκουλιώνη.
Κόνα Μαριόγκα – Ντίνα Μιχαηλίδου («Πολίτικη Κουζίνα», τηλεοπτικές σειρές «Το Νησί» «Η Λέξη που δε Λες»)
Η τρυφερή μητέρα της Ευτυχίας, προσωποποίηση της προκοπής. Μία σοφή, στωική γυναίκα. Η Ευτυχία ήταν η μοναχοκόρη της, το μοναχοπαίδι της, το κέντρο του κόσμου της, που της χάρισε δύο εγγονές. Η άλλοτε αριστοκράτισσα Κόνα Μαριόγκα ξεριζώθηκε από το πλούσιο σπιτικό της στο Αϊδίνι και κατέληξε πάμπτωχη στην Αθήνα και στο έλεος των διαθέσεων της επαναστάτριας κόρης της. Τη στήριξε στα πάντα -τον δεύτερο σύζυγο της Ευτυχίας, τον Γιώργο τον έβαλε στην καρδιά της- και ανέλαβε το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών της, όσο η Ευτυχία έλειπε σε περιοδείες. Έφυγε ήσυχα, μήνα Μάρτη.
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος (δεύτερος σύζυγος της Ευτυχίας) – Πυγμαλίων Δαδακαρίδης («Έτερος Εγώ», τηλεοπτική σειρά «Πενήντα-Πενήντα»)
Ο δεύτερος σύζυγος της Ευτυχίας, ο μεγάλος της έρωτας, ο άντρας που αγάπησε με πάθος, που ζήλευε στα κρυφά, που την ενέπνευσε να εκφραστεί μέσα από τους στίχους. Ένας αστυφύλακας, ένας μανιώδης βιβλιοφάγος, λάτρης της λογοτεχνίας και της ποίησης, ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άντρας. Οι γονείς του τον εγκατέλειψαν για να πάνε Αμερική, κάτι που διαμόρφωσε αμετάκλητα τον χαρακτήρα του. «Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ήταν ένας αστυφύλακας που είχε τη χαρά και την ευλογία να διαβάζει. Ήταν ο δικός του τρόπος να βρίσκει τον εαυτό του, την ηρεμία του και να καλλιεργεί τη δική του γνώση και παιδεία. Οπότε είχε μια διαφορετική παιδεία από άλλους ανθρώπους. Αυτό ίσως τον έκανε να μαγευτεί από την ποιητική πλευρά της Ευτυχίας» λέει ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης που υποδύεται τον χαρακτήρα.
Ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος ήταν πέντε χρόνια μικρότερος από την Ευτυχία, την αγάπησε άνευ όρων και η οικογένεια της, η μητέρα της και τα παιδιά της, έγιναν δικά του. Έμεινε μαζί τους μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Μάρτιο του 1956.
«Με κέντρισε στον χαρακτήρα και σε όλο το σενάριο η ιστορία αυτής της γυναίκας. Από πού ξεκίνησε και πού έφτασε, το χάρισμα που είχε της γραφής και της σκέψης και αυτό το σπάνιο είδος αγάπης που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που τους ενώνουν όλα και από την άλλη έχουν σχεδόν μια παράλληλη πορεία με όλες τις συγκρούσεις που μπορεί να έχουν άνθρωποι σε μία σχέση χρόνων, αλλά με βαθιά αγάπη και πίστη ο ένας στον άλλον» λέει ο ηθοποιός.
Ο χαρακτήρας ανήκει σε μια περασμένη εποχή, έχει μία συμπεριφορά και μία παιδεία που ούτως ή άλλως δεν ήταν συνηθισμένη στους άντρες της εποχής εκείνης. «Μιλάμε για άλλη εποχή, σαν ηθοποιός έπρεπε να σκεφτώ τον τρόπο συμπεριφοράς, είτε λεκτικά είτε κινησιολογικά. Είχε παλιά ευγένεια και όχι τη βιασύνη που έχουμε σήμερα» εξηγεί ο Δαδακαρίδης, που διάβασε το βιβλίο για την Ευτυχία, έψαξε αρχειακό υλικό και συνάντησε τον εγγονό της Παπαγιαννοπούλου, Αλεξάκη Πολυζωγόπουλο, για να συλλέξει πληροφορίες για τον χαρακτήρα.
Λουκάς– ο τιμημένος με βραβείο Χορν Θάνος Τοκάκης («Νήσος», τηλεοπτικές σειρές «Στο Παρά Πέντε», «Ντόλτσε Βίτα»)
Ο επιστήθιος φίλος της Ευτυχίας, ο εξομολόγος της, μία σταθερή παρουσία στη ζωή της μέχρι το τέλος. Τον χαρακτήριζε το πηγαίο χιούμορ και ήταν άξιος συνομιλητής της εξίσου αιχμηρής Ευτυχίας. «Ο Λουκάς είναι ένας φίλος της Ευτυχίας, που τον μαζεύει όταν είναι σε πολύ μικρή ηλικία, γιατί είναι ομοφυλόφιλος, κατατρεγμένος την εποχή εκείνη. Τον μαζεύει στο σπίτι, γίνονται φίλοι, γίνονται οικογένεια και μένει μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής της» εξηγεί ο Θάνος Τοκάκης. «Με κέρδισε η εποχή ολόκληρη, πλάσαμε έναν χαρακτήρα σε μία περίοδο που το να είσαι ομοφυλόφιλος ήταν όχι μόνο κατακριτέο, αλλά και θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στη φυλακή».
«Είναι δύσκολη παραγωγή και είναι μεγάλο στοίχημα να κάνεις τη διαδρομή μιας ολόκληρης χώρας. Ήταν σημαντικό ότι ήταν ο Άγγελος στη σκηνοθεσία, τον εμπιστεύομαι. Δουλέψαμε πολύ μαζί πάνω στον χαρακτήρα με πρόβες, κάναμε μια δουλειά που αρμόζει σε μία τέτοια παραγωγή» καταλήγει ο ηθοποιός.
Κώστας Νικολαϊδης (πρώτος σύζυγος της Ευτυχίας) – Παύλος Ορκόπουλος («Νήσος», τηλεοπτικές σειρές «Στο Παρά Πέντε», «Άγριες Μέλισσες»)
Ο Κωστής ήταν ο πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία πρώτος σύζυγος της Ευτυχίας. Ώριμος άντρας, ίσως παραπάνω απ’ όσο άντεχε η πάντα νέα Ευτυχία. Φιλόδοξος επιχειρηματίας, που ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό, αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει στη σύζυγο του αυτό που ήθελε πραγματικά. H βαθιά αγάπη του για την εκείνη αποδείχθηκε από το γεγονός ότι τελικά την άφησε ελεύθερη, της έδωσε διαζύγιο και τη στήριζε με τον τρόπο του, ειδικά απέναντι στην πατρική του οικογένεια, που ποτέ δεν την αποδέχτηκε.
Μαίρη (κόρη της Ευτυχίας) – Ευαγγελία Συριοπούλου( «Αιγαίο SOS», τηλεοπτική σειρά «Έλα στην θέση μου»)
Η μεγάλη κόρη της Ευτυχίας, μία παθιασμένη γυναίκα, μία καλλονή με εξωτικά μάτια και κατάμαυρα μαλλιά. Έγινε ηθοποιός, δούλεψε σε περιοδείες, παντρεύτηκε τον διάσημο κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη και έκαναν τη Ρέα. Επεισοδιακός γάμος, επεισοδιακή ζωή.
«Ήταν μία έντονη προσωπικότητα, υπήρχε μία ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη. Είχαν αδυναμία η μία από την άλλη, γιατί τα παιδικά της χρόνια τα έζησε με τον μπαμπά της. Της είχε λείψει πολύ η μητρική φιγούρα και η μητρική αγκαλιά, οπότε όταν πήγε γύρω στα 12 μαζί με τη μαμά της, βρήκε όλα αυτά που της έλειψαν» λέει η Ευαγγελία Συριοπούλου που ανέλαβε τον ρόλο.
Η Μαίρη έφυγε από τη ζωή ξαφνικά, μήνα Μάρτη. Ο θάνατος της, κάτι που ποτέ δεν ξεπέρασε η Ευτυχία, ενέπνευσε το «Δύο πόρτες έχει η ζωή».
Καίτη (κόρη της Ευτυχίας) – Λίλα Μπακλέση, («Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού», τηλεοπτική σειρά «Ταμάμ»)
Η μικρότερη κόρη της Ευτυχίας. Μία πολύ μορφωμένη γυναίκα με χαρακτήρα εντελώς διαφορετικό από τη μητέρα της. «Προσπαθούσε να κρατήσει τα μπόσικα και να βοηθήσει να μη μείνουν στο δρόμο. Προσπαθούσε να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη, τους μαγείρευε, φρόντιζε τα οικονομικά τους, ήταν ο βράχος της οικογένειας» εξηγεί η Λίλα Μπακλέση.
«Η γυναίκα αυτή είχε πάρα πολύ την αίσθηση του δικαίου. Στην ταινία είναι ο εισαγγελέας, έτσι τη φώναζε η Ευτυχία» λέει χαρακτηριστικά η ηθοποιός.
Όσο για την εμπειρία της στα γυρίσματα, η Μπακλέση λέει: «Για μένα σαν ηθοποιό το να μπορώ να υποδυθώ μια γυναίκα από 20 εώς 45 ετών είναι ένα πολύ μεγάλο δώρο. Δεν θα μπορούσε να γίνει σε μία μικρή παραγωγή».
Ρέα (εγγονή της Ευτυχίας) – Ευγενία Σαμαρά (τηλεοπτικές σειρές «Η Εκδρομή», «Ερωτας Μετά»)
Η πολυαγαπημένη εγγονή της Ευτυχίας. Μεγάλωσε ανορθόδοξα μέσα στο θέατρο και μαζί με τη γιαγιά και τον παππού της, όσο οι γονείς της έλειπαν σε περιοδείες. Είχε το μπρίο και το ταπεραμέντο της Ευτυχίας και της Μαίρης. Η Ρέα Μανέλη, που έζησε για πολλά χρόνια δίπλα στην Ευτυχία, έγραψε τη συναρπαστική βιογραφία της. Η ταινία βασίστηκε στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη, «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» εκδόσεις Άγκυρα, με προσθήκη στοιχείων από μαρτυρίες, αλλά και στοιχείων μυθοπλασίας, τα οποία δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Το βιβλίο της ήταν σημείο αναφοράς για όλους τους συντελεστές της ταινίας.
Μανέλης – Γιάννης Δρακόπουλος («Οίκτος», « Το σοι»)
Ο Φραγκίσκος Μανέλης ήταν γνωστός καρατερίστας της εποχής. Αν και όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμος, είχε ιδιαίτερη επιτυχία στον γυναικείο πληθυσμό. Έγινε γαμπρός της Ευτυχίας και παντρεύτηκε την κόρη της Μαίρη. Η συνύπαρξη του με την οικογένεια δεν ήταν ομαλή και έδωσε τροφή για πολλά γέλια και κλάματα.
Αλεξίου – Ανδρέας Κωνσταντίνου («Το Τελευταίο Σημείωμα», «Μικρά Αγγλία», «Ακίνητο Ποτάμι», «Άγριες Μέλισσες)
Ο Νίκος Αλεξίου ήταν ηθοποιός με πλούσια θεατρική πορεία. Εραστής της Ευτυχίας, όταν πρωτοξεκίνησε στο θέατρο. Την έμαθε πολλά για την υποκριτική, αλλά ήταν καλύτερος δάσκαλος παρά ηθοποιός. Η σχέση τους ήταν θυελλώδης, αλλά όχι πραγματικά συντροφική.
Ο κόσμος της τέχνης
Η κινηματογραφική απόδοση της Ευτυχίας εμπνέεται από τις μαρτυρίες της Ρέας Μανέλη, της εγγονής της Ευτυχίας, και ξετυλίγει, μέσα από τη μυθοπλασία, όχι μόνο την ιδιωτική ζωή της, αλλά και τη συναρπαστική πορεία που χάραξε, όταν άρχισε να γράφει στίχους και να συνεργάζεται με σπουδαίους Έλληνες μουσικούς της εποχής της.
Ο κόσμος της μουσικής βιομηχανίας του τότε ήταν σκληρός πόσο μάλλον για μία γυναίκα, όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, «που από το πουθενά βγήκε με αυτούς τους υπέροχους στίχους και προσπάθησε σε μία ανδροκρατούμενη κλίκα όχι μόνο να βρει χώρο, αλλά και να κατακτήσει αυτούς τους μουσικούς με τους στίχους της. Ήταν ένας χώρος αφιλόξενος» λέει ο Χάρης Μαυρουδής («Λουκουμάδες με Μέλι») που υποδύεται τον εμβληματικό Απόστολο Καλδάρα. Ο Καλδάρας, όπως περιγράφει το βιβλίο της Μανέλη, συνεργαζόταν σταθερά με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και ήταν ο πρώτος που την υποχρέωσε να πληρώνεται με ποσοστά από τη δισκογραφική, εξασφαλίζοντας έτσι τα πνευματικά δικαιώματα των στίχων της.
Πώς ερμήνευσε ένα υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα τόσο γνωστό στην Ελλάδα ο ηθοποιός; «Στην προσπάθεια μου μίλησα με ανθρώπους που είχαν γνωρίσει τον Καλδάρα, εντόπισα το στοιχείο της ευγένειας και της διαφορετικής αισθητικής και ποιότητας. Μελέτησα τις συνεντεύξεις του, άκουσα τη μουσική του για να καταλάβω τι άνθρωπος είναι. Δεν τον φαντάστηκα, αλλά τον κατάλαβα» λέει ο Μαυρουδής.
Ο Κρατερός Κατσούλης («Το Έτερον Ήμισυ», «Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο») ενσαρκώνει τον Μανώλη Χιώτη, που επίσης μελοποίησε τους στίχους της Ευτυχίας σε πολλά τραγούδια που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Από τις προσωπικότητες που συναναστράφηκαν την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν θα μπορούσε να λείπει η Σωτηρία Μπέλλου, που ενσαρκώνει η Χρύσα Ρώπα («Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», τηλεοπτική σειρά «Οικογένεια Βλάπτει»).
Ο μουσικός Φοίβος Δεληβοριάς εμφανίζεται στην ταινία στον ρόλο του κονφερασιέ σε μία φανταστική βραδιά προς τιμή της Ευτυχίας, στην οποία είναι παρόντες οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της εποχής της. «Σε ένα κάδρο βρίσκομαι μαζί, έστω στον χώρο, με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Μανώλη Χιώτη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Αυτή η συνάντηση η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα ποτέ στην πραγματικότητα» λέει ο Δεληβοριάς.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πριν καθιερωθεί ως στιχουργός, αυτοσυστήθηκε ως ηθοποιός και κατάφερε να παίξει σε μπουλούκια, αλλά και μεγάλους θιάσους. Η Κατερίνα Διδασκάλου («Άγριες Μέλισσες») αναλαμβάνει τον ρόλο της θρυλικής Μαρίκας Κοτοπούλη, η οποία ενσωμάτωσε στον θίασο της την Ευτυχία, όταν, σύμφωνα με τη βιογραφία της, την προσέγγισε με παροιμιώδες θράσος. «Ο Άγγελος Φραντζής μου ζήτησε να βρούμε την αύρα αυτής της γυναίκας, το πώς μιλούσε, το πώς φερόταν. Βρήκα συνεντεύξεις της και ήταν αποκαλυπτικό για μένα πόσο εύστροφη ήταν, πόσο γήινη, σχεδόν σκληρή» λέει η ηθοποιός για την έρευνα που έκανε σχετικά με την Κοτοπούλη.
Η αγάπη της Ευτυχίας για το θέατρο την έφερε κοντά στην αξεπέραστη Ρένα Βλαχοπούλου, που ενσαρκώνει η Ματθίλδη Μαγγίρα («Γαμήλιο Πάρτι», «Εφάπαξ»). Τις δύο γυναίκες έδεσε μία δυνατή φιλία με πολλές σπαρταριστές, αλλά και δραματικές στιγμές, όπως περιγράφονται στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη, δίνοντας τροφή για μερικές από τις απολαυστικές σκηνές της ταινίας. «Από το σενάριο έμαθα ότι ήταν φίλη της Ευτυχίας, την εκτιμούσε πάρα πολύ σαν στιχουργό. Η Ευτυχία της έμαθε να παίζει χαρτιά, οπότε, όταν ήρθε η ώρα να παίξει την Χαρτοπαίχτρα, ήξερε. Μελέτησα πολύ τη Ρένα Βλαχοπούλου. Τυχαία ταυτίζομαι μαζί της στο μπρίο, στον χαρακτήρα, στην οπτική που βλέπω τον κόσμο. Ήταν απλός άνθρωπος» σχολιάζει η Ματθίλδη Μαγγίρα για τον ρόλο της.
Οι στίχοι της Ευτυχίας
Η Ευτυχία δεν θα μπορούσε παρά να είναι ντυμένη με πολλή μουσική. Για την ακρίβεια, η μουσική είναι κυρίαρχη στην ταινία. Ο Άγγελος Φραντζής ήταν ξεκάθαρος για την προσέγγιση που θα είχε σε σχέση με τα τραγούδια δια χειρός της Ευτυχίας σε μία αφήγηση που επικεντρώνεται στη ζωή της.
«Η μουσική είναι ένας πολύ βασικός παράγοντας μέσα στην ταινία και για να καταλάβεις το ίδιο το πρόσωπο πρέπει να βουτήξεις πολύ μέσα στη μουσική. Άκουσα ξανά όλα τα τραγούδια που είναι πολύ γνωστά και τα ξέρουμε όλοι, και πολλά που δεν είναι τόσο γνωστά. Ξαναδιάβασα τους στίχους πολύ αναλυτικά για να καταλάβω τι ακριβώς έλεγε και από πού εμπνεύστηκε για να τα γράψει. Όλη η ιδέα σε σχέση με τον χειρισμό των τραγουδιών ήταν να μη διακόπτουν την ταινία. Προσπαθήσαμε να έχουν δραματουργική σχέση με αυτό που διηγούμαστε από την κάθε περίοδο της ζωής της. Να εντάσσονται και όχι να είναι μια εξωτερική υπογράμμιση» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη εκφράζει τον θαυμασμό της για το έργο της Ευτυχίας. «Από μικρό παιδί ακούω τα τραγούδια της, με έχουν συνοδέψει σε όλη μου τη ζωή. Έχουν συνδεθεί με στιγμές της ζωής μου. Έχουν εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του λαού μας και πάντα μου έκανε εντύπωση η αμεσότητα των στίχων, η στέρεα γραφή, η δωρικότητα με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα της. Με λιτές και συγκεκριμένες λέξεις βγάζει έναν ολόκληρο κόσμο».
«Η ίδια η Ευτυχία ήταν σαν ένα πείραμα, χρησιμοποιούσε πολλές φορές την έννοια του πειράματος στη ζωή της και στους στίχους της και στην αντιμετώπιση που είχε κυρίως. Γι’ αυτό έχουμε όλα αυτά τα υπέροχα τραγούδια. Και τα ποιήματα της Ευτυχίας, γιατί είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές» σημειώνει η Κάτια Γκουλιώνη. «Σίγουρα τα τραγούδια της είναι ένας σταθμός γιατί σε εμπνέουν, καταλαβαίνεις πώς έπαιρνε τη ρωγμή, πώς έπαιρνε κάτι πάρα πολύ δύσκολο, την απώλεια, και ξεκινούσε με ορμή και μετά ερχόταν ο πόνος της».
Η Ευτυχία έγραφε τις νύχτες σε όποιο χαρτί έβρισκε μπροστά της, όμως κατάφερε να χαράξει εικόνες στο μυαλό μιας ολόκληρης χώρας. Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης λέει σχετικά: «Με συγκινεί στους στίχους ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις, μέσα από αυτές εναρμονίζει διάφορες σκέψεις και φιλοσοφίες σε κάτι που για όλους είναι μια πολύ συγκεκριμένη έννοια, αλλά μία διαφορετική για τον καθένα ταυτόχρονα».
«Δύο πόρτες έχει η ζωή. Η Ευτυχία έδειξε πόσο πεπερασμένοι είμαστε, πόσο σύντομη βόλτα είναι αυτή. Μέσα στην απλότητα της, την ιδιοφυία της απλότητας της, έγραψε μεγαλειώδη τραγούδια, όπως το Είμαι αητός χωρίς φτερά, που είναι ένα αντρικό τραγούδι και το έχει γράψει μια γυναίκα. Παρόλο που πέρασαν πολλοί άντρες από τη ζωή της, ήταν ο άντρας του εαυτού της» λέει η Κατερίνα Διδασκάλου.
«Ήταν πολύ μεγάλη, όχι μόνο επειδή ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη Ελληνίδα στιχουργός, αλλά και γιατί είχε χαρακτήρα, άγγιζε την ποίηση αυτό που έκανε. Ήταν μια μοιρολατρική ποίηση η ποίηση της. Δηλαδή ο κόσμος είναι γυάλινος για αυτήν, τα όνειρα είναι απατηλά, οι αετοί είναι χωρίς φτερά στον κόσμο της. Έχει πάντα να κάνει με τη μοίρα. Η μοίρα είναι αυτή που δεσπόζει στον άνθρωπο, οι αγάπες είναι πάντα περασμένες. Στον χώρο του τραγουδιού μαζί με τις υπέροχες ανατολίτικες μουσικές της δεκαετίας του’60 έγινε μια μείζων καλλιτέχνης» επισημαίνει ο Φοίβος Δεληβοριάς.
«Η Ευτυχία είναι ποιήτρια, έχει φιλοσοφία στους στίχους της, έχει βάθος. Λέει κουβέντες με πολλά νοήματα. Ήταν δουλεμένη, είχε το ταλέντο να εκφράσει αυτά που πέρασε, έζησε τη ζωή της. Έκανε τα θέλω της και όχι τα πρέπει. Ελεύθερος άνθρωπος» συμπληρώνει η Ματθίδλη Μαγγίρα.
Ο κόσμος της Ευτυχίας
Μια ταινία που ξετυλίγει τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μέσα από μια πορεία 50 χρόνων, αποδείχτηκε μια απαιτητική παραγωγή που επιστράτευσε 71 ηθοποιούς, 900 κομπάρσους και 32 διαφορετικούς χώρους. Πρόκειται για μια πολύπλοκη ταινία ως προς το στήσιμο της παραγωγής της «κι αυτό γιατί οι εποχές αλλάζουν που σημαίνει ότι όλα αλλάζουν μαζί της, τα σκηνικά, τα κουστούμια, οι ηθοποιοί, το πώς μεγαλώνουν. Είναι μια ταινία με πολύ κόσμο, έχει γύρω στους 900 κομπάρσους. Σκεφτείτε πόσες εποχές αλλάζουν από το ‘20 μέχρι το ‘70, όλο αυτό δημιουργεί πλούτο ως παραγωγή. Αυτός ο πλούτος δεν είναι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στον τρόπο που εναλλάσσονται τα συναισθήματα, από τη χαρά πάμε στη λύπη, από το χιούμορ πάμε σε κάτι πιο σκοτεινό. Αυτές όλες οι αντιθέσεις της ζωής» εξηγεί ο Άγγελος Φραντζής. «Είχα την τύχη να έχω σπουδαίους συνεργάτες σε όλα τα πεδία» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάννης Δρακουλαράκος κλήθηκε να αποδώσει πέντε διαφορετικές δεκαετίες φωτογραφικά. Με γνώμονα την ηρωίδα που ζει τις καταστάσεις στο επίκεντρο της ταινίας, ο Δρακουλαράκος λέει: «Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει η ταινία δεν είναι η ατμόσφαιρα της ή ο τρόπος που θα γυριστεί ή τα ντεκόρ ή το πώς θα φωτιστεί η ταινία. Είναι το να μπορέσει να βγει το συναίσθημα το οποίο έρχεται μέσα από τους στίχους της Ευτυχίας, που είχε τεράστια προσωπικότητα. Άρα, η συζήτηση δεν επικεντρώθηκε στα τεχνικά στοιχεία και την ατμόσφαιρα της ταινίας, όσο στην προσωπικότητα της Ευτυχίας, στο ίδιο το πρόσωπο. Μέσα από εκεί βγήκαν όλα. Ποια ήταν; Με ποιο τρόπο έγραφε; Η περίεργη διαδρομή μέσα στη ζωή της…».
Ο Μιχάλης Σαμιώτης και ο Γιάννης Παπαδόπουλος ανέλαβαν την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ευτυχίας και φρόντισαν να εντάξουν αβίαστα τον θεατή στις δεκαετίες που αλλάζουν μέσα από τα επεισόδια της ταινίας. «Έχουμε επικεντρωθεί περισσότερο όχι στο να αποτυπώσουμε τις εποχές σαν ντοκιμαντέρ. Η ταινία δεν είναι ιστορική. Παίξαμε με κάποια στοιχεία και κάναμε μια αφαίρεση, ώστε να είμαστε πειστικοί. Το πιο εντυπωσιακό ήταν το σπίτι της Ευτυχίας, γιατί βρήκαμε έναν καταπληκτικό χώρο και τον αξιοποιήσαμε στο μέγιστο. Το ρεμπέτικο ήταν βασισμένο στο μποέμ, οπότε το αποτυπώσαμε αυτό» λέει το δίδυμο της ομάδας του καλλιτεχνικού σχεδιασμού της ταινίας, που πολλές φορές ανέτρεξε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) για να κάνει έρευνα. Εκεί βρήκαν από ταυτότητες προσφύγων μέχρι λογαριασμούς ΔΕΗ του ’50 και τη σφραγίδα του λιμανιού του Πειραιά.