Τζότζο Jojo Rabbit

Τζότζο
Jojo Rabbit

 

23 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από την ODEON
Δείτε το τρέιλερ: https://youtu.be/swRD0rGCEFs

 

 

First still from the set of WW2 satire, JOJO RABIT. (From L-R): Jojo (Roman Griffin Davis) has dinner with his imaginary friend Adolf (Writer/Director Taika Waititi), and his mother, Rosie (Scarlet Johansson). Photo by Kimberley French. © 2020 Twentieth Century Fox Film Corporation All Rights Reserved

Λίγα λόγια για την ταινία

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (THOR: RAGNAROK, ΚΥΝΗΓΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ), φέρνει με τη μοναδική αίσθηση του χιούμορ και πάθους την τελευταία του ταινία, ΤΖΟΤΖΟ, μία σάτιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με πρωταγωνιστή ένα μοναχικό αγόρι από τη Γερμανία (ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις στο ρόλο του Τζότζο) του οποίου η ιδέα για τον κόσμο αντιστρέφεται, όταν ανακαλύπτει ότι η διαζευγμένη μητέρα του (Σκάρλετ Γιόχανσον) κρύβει ένα νεαρό Εβραίο κορίτσι (Τόμασιν ΜακΚένζι) στη σοφίτα τους. Με μοναδική βοήθεια από τον χαζούλη φανταστικό του φίλο, Αδόλφο Χίτλερ (Τάικα Γουαϊτίτι) ο Τζότζο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τυφλό φανατισμό του.

Εισαγωγή

Η ταινία προσφέρει μια πανέξυπνη και βαθιά συγκλονιστική παιδική ματιά πάνω σε μια κοινωνία που έχει φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας με την ανεκτικότητα. Λαμβάνοντας υπόψιν την εβραϊκή του καταγωγή και τις εμπειρίες του γύρω από την προκατάληψη, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (‘’Όσα Κάνουμε στις Σκιές’’, ‘’Κυνήγι Ανθρώπων’’) κάνει μια δυναμική δήλωση ενάντια στο μίσος με αυτή την κατάμαυρη σάτιρα για τη ναζιστική κουλτούρα. Ο Γουαϊτίτι προσεγγίζει μια τρομακτική πλευρά της ιστορίας με απόλυτη σοβαρότητα και ευπρέπεια – αυτή ενός αγοριού που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Χίτλερ, όπως γίνονταν σε πολλούς εκείνη την περίοδο. Διατηρώντας μια ισορροπία, ο Γουαϊτίτι αναμειγνύει την οργή της σάτιρας με μια επίμονη αίσθηση ελπίδας, τα οποία μπορούν να νικήσουν τον τυφλό φανατισμό και το μίσος. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα «Caging Skies» της Κριστίν Λέουνενς που εκδόθηκε το 2004.

Ενώ η ταινία είναι μια κωμική αλληγορία για το κόστος να αφήνεις κάθε είδους φανατισμό να επικρατεί είτε στο σπίτι σου είτε στο έθνος, ο Τζότζο βιώνει αυτό το ταξίδι ως μια πορεία προς την ενηλικίωση. Βρίσκοντας το κουράγιο να διευρύνει το μυαλό του και τους ορίζοντές του, ανακαλύπτει τη δύναμη της αγάπης που ανοίγει νέα μονοπάτια.

Ο Γουαϊτίτι λέει πως η ελπίδα του για την ταινία είναι ανέκαθεν μια απλή και ασταμάτητη αναστάτωση. Ήθελε να θέσει τη δική του ζώνη ασφάλειας όπως και τις αντιλήψεις για τις ιστορίες από την εποχή των Ναζί που είναι ξεπερασμένες, πόσο μάλλον αντιλήψεις που γίνονται μάθημα για τη σημερινή εποχή μιας και είναι τόσο κρίσιμες. Με τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και άλλες μορφές θρησκευτικής και ρατσιστικής ανεκτικότητας να παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση, οι ανάγκες για την προσοχή και ενημέρωση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλες. «Ήξερα από την αρχή πως δεν ήθελα να κάνω ένα απλό δράμα για το μίσος και την προκατάληψη ακριβώς επειδή είμαστε πια συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τα δράματα», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Όταν κάτι μοιάζει πολύ εύκολο, θέλω να φέρνω το χάος σε αυτό. Πάντα πίστευα πως η κωμωδία είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις το κοινό να αισθάνεται άνετα».

Δημιουργώντας την Ταινία

Έχουν υπάρξει παρωδίες με θέμα τους Ναζί ήδη από τη δεκαετία του ’40, τότε που ήταν ακόμα παγκόσμια απειλή. Η αρχή έγινε από τον Τσάρλι Τσάπλιν (‘’Ο Μεγάλος Δικτάτορας’’), τον Ερνστ Λιούμπιτς (‘’Να ζει κανείς ή να μη ζει’’) και τον Μελ Μπρουκς (‘’Δυο Τρελοί Παραγωγοί’’) φτάνοντας μέχρι τον Τζον Μπούρμαν (‘’Ελπίδα και Δόξα’’), τον Ρομπέρτο Μπενίνι (‘’Η Ζωή είναι Ωραία’’) και τον Κουέντιν Ταραντίνο (‘’Άδωξοι Μπάσταρδοι’’). Συχνά τέτοιου είδους ταινίες θεωρούνταν αμφιλεγόμενες. Ωστόσο, κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή του κοινού και μέσα στα χρόνια πήραν την αξία που τους άξιζε. Με λίγα λόγια, ακόμα και η πιο βλάσφημη σάτιρα μπορεί να γίνει η απαρχή για μια πολυεπίπεδη ανθρωπιστική αφήγηση.

Η φρέσκια και ασυνήθιστη ματιά του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη Τάικα Γουαϊτίτι είχε κάνει την εμφάνισή της ήδη από τις πρώτες του δουλειές, όπως τα «Όσα Κάνουμε στις Σκιές» και «Κυνήγι Ανθρώπων». Με το «Τζότζο» δείχνει να έφτασε στο αποκορύφωμα της μέχρι τώρα καριέρας του συνδυάζοντας μοναδικά το συναισθηματικά οικείο και εκκεντρικά αστείο στοιχείο με την επική θεματολογία, πράγματα που του κίνησαν το ενδιαφέρον. «Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία πήγαινε περισσότερο κοντά στο δράμα, παρόλο που είχε μερικά κωμικά στοιχεία. Όμως, θεώρησα πως αν ανακατευόμουν με αυτό το project, θα έπρεπε να το ενισχύσω με στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Το στυλ μου, δηλαδή, περιέχει φανταστικά στοιχεία και προφανώς άφθονο χιούμορ, κάτι σαν ένας χορός ανάμεσα στο δράμα και τη σάτιρα», δηλώνει ο Γουαϊτίτι.

Ο ίδιος ο δημιουργός της ταινίας είχε βιώσει την προκατάληψη στο παρελθόν, κάτι το οποίο τον βοήθησε στην ταινία. «Έχω ζήσει στιγμές ρατσιστικής αντιμετώπισης κυρίως εξαιτίας του χρώματος του δέρματός μου», εξηγεί ο ίδιος. «Παραδοσιακά στη Νέα Ζηλανδία, υπήρχε προκατάληψη ενάντια σε όσους κατάγονταν από τη φυλή των Μαορί. Το έζησα και κατάφερα κατά κάποια έννοια να το ξεπεράσω. Αυτά όλα μπορώ πλέον να τα περάσω εύκολα στην κωμωδία πια. Γι’ αυτό το λόγο νιώθω πολύ άνετα να κάνω πλάκα στους ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι έξυπνο να μισούν κάποιον για αυτό το οποίο είναι».

Σημαντικό για τον σκηνοθέτη ήταν ο τρόπος που θα απεικόνιζε τους Ναζί μέσα στην ταινία. Πέρα από το προφανές γι’ αυτόν – να τους παρουσιάσει με χλευαστικό τρόπο – , τους έδωσε και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, κάτι που τους εξισώνει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. «Ήταν σημαντικό για μένα να κάνω το Τζότζο να δείχνει ένα 10χρονο αγόρι που ουσιαστικά δεν γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο μας», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Του αρέσει βασικά που ντύνεται με μια φόρμα και γίνεται απλά αποδεκτός. Έτσι ακριβώς συνήθιζαν να συμπεριφέρονται οι Ναζί στα παιδιά, να τους δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται κάτι δίχως να είναι σε θέση να σκεφτούν για αυτό. Οπότε τους έλεγαν πως αυτό πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και τα παιδιά το δέχονταν».

Ο Γουαϊτίτι προσπαθούσε να βρει για το κοινό ένα λόγο για να εναρμονιστεί με τον Τζότζο και τον κόσμο του. «Ένας τρόπος ήταν να δείξω πως πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα τρομαγμένο και ασήμαντο αγόρι σε γενικό πλαίσιο έχοντας μεγάλα όνειρα, όπως όλα τα παιδιά». Επιπλέον, τοποθέτησε την σχέση μητέρας-αγοριού στον πυρήνα της ταινίας. Σε αντίθεση με το Τζότζο, η μητέρα του Ρόζι, βλέπει ξεκάθαρα τον ύπουλο κόσμο που χτίζει ο Χίτλερ και αυτό που κάνει είναι να βοηθήσει.

 

Στοιχεία για την ταινία:

Σκηνοθεσία Τάικα Γουαϊτίτι
Σενάριο Τάικα Γουαϊτίτι
Παραγωγή Κάρθου Νιλ, Τάικα Γουαϊτίτι, Τσέλσι Γουινστάνλεϊ
Ηθοποιοί Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Τόμασιν ΜακΚένζι, Τάικα Γουαϊτίτι, Ρέμπελ Γουίλσον, Στίβεν Μέρτσαντ, Άλφι Άλλεν, Σαμ Ρόκγουελ, Σκάρλετ Γιόχανσον
Φωτογραφία Μιχάι Μαλαϊμάρε Τζ.
Μοντάζ Τομ Ιγκλς
Σχεδιασμός Παραγωγής Ρα Βίνσεντ
Μουσική Μάικλ Τζιακίνο
Διάρκεια 108’
Διανομή ΟDEON
Είδος Μαύρη κωμωδία, δράμα

Μοιραστείτε:

Facebook
Twitter
Email
Print

Περισσότερα άρθρα

BETTER  MAN

BETTER  MAN   Είναι ένας από τους μαγαλύτερους καλλιτέχνες της ποπ, αλλά η ιστορία του δεν θα ειπωθεί με συμβατικό τρόπο. 2 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από την  The  Film  Group.   Λίγα

«Drunk Duck» Dinner για σούσι στην Καλλιθέα!

«Drunk Duck» Dinner για σούσι στην Καλλιθέα! Όλο και περισσότερος καλλιτεχνικός και όχι μόνο κόσμος, επισκέπτεται το «Drunk Duck» στην Καλλιθέα για να δοκιμάσει το