Δομνίκη, μια μετέωρη γυναίκα σ΄ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Της Χλόης Κουτσουμπέλη*
Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη “Μετέωρη γυναίκα”, εκδόσεις ΔΙΑΠΛΑΣΗ.
Ανάμεσα στην ετερονομία και στην αυτονομία
Ένα μυθιστόρημα για την σημασία της ανθρώπινης βούλησης. Για την μοίρα της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο. Για την τραγικότητα της ύπαρξης που δεν παίρνει η ίδια αποφάσεις, αλλά της επιβάλλονται. Για τα πρέπει και τα θέλω που συγκρούονται. Αλλά και για την γενικότερη διαφθορά και διάλυση και στους κόλπους της οικογένειας και όλων των δομών, εκφάνσεων και θεσμών της Ελληνικής Κοινωνίας. Η εκπόρνευση της γυναίκας- αντικείμενο είναι ταυτόχρονα και η εκπόρνευση μίας ολόκληρης εποχής και ενός κοινωνικού συνόλου.
Πρώτα πρώτα στο Πανεπιστήμιο. Γράφει ο συγγραφέας:
Όσοι απολάμβαναν το Greek Dream ήθελαν κάτι ανάλογο να γευτούν τα βλαστάρια τους. Αυτό το όνειρο εξυπηρετούσαν τα Πανεπιστήμια που πραγματικά δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να προετοιμάζουν τους φοιτητές και αυριανούς πολίτες όχι για να αγαπήσουν το αντικείμενο της επιστήμης τους, αλλά για να εγκλιματιστούν όσο πιο ομαλά γινόταν στην ελληνική κοινωνία και πραγματικότητα και να γίνουν άξια μέλη της.
Δεύτερον η φούσκα του χρηματιστηρίου.
Σχολιάζει ο Μιχάλης Πιτένης:
Τα ταχύρρυθμα επιμορφωτικά σεμινάρια πρόσφεραν κυρίως χρήσιμες συμβουλές για το πώς θα γινόταν καλύτερα το ψάρεμα υποψηφίων πελατών.
Και πιο κάτω:
Αυτό που ονόμασαν φούσκα χρηματιστηρίου είχε σκάσει και γραφεία και εταιρείες ανάλογες με την δική μας που είχαν στηθεί σε μία νύχτα, παράτησαν χώρους και εξοπλισμό και εξαφανίστηκαν πάλι μες στην νύχτα. Το όνειρο του εύκολου πλουτισμού έγινε εφιάλτης για πολλούς.
Τρίτον ο Πιτένης σχολιάζει τις σχέσεις fast food προϊόντα και αυτές της σύγχρονης καταναλωτικής Ελληνικής κοινωνίας.
Με τον Γιώργο αφηγείται η Δομνίκη στο μυθιστόρημα, μείναμε αρκετό καιρό και η σχέση μας διαμορφώθηκε στην λογική του fast food που κυριαρχούσε στον χώρο εργασίας μας. Τα πάντα γρήγορα και πρόχειρα. Απ’ τις μεταξύ μας συνεννοήσεις και το φαγητό μέχρι την ξεκούραση και την διασκέδασή μας… Γέμιζαν τα καλάθια του γραφείου από άδεια κουτιά τυποποιημένου φαγητού.
Επίσης μέσα από την περίπτωση του Βουλευτή, φίλου του Στρατηγού πατέρα της, στον οποίο καταφεύγει η Δομνίκη για να την διορίσει στο Δημόσιο, ο Πιτένης καυτηριάζει την όλη ηθική παρακμή του δημόσιου βίου μας, με τους πονηρούς πολιτευτές και το πελατειακό σύστημα που καλλιεργούν, αυτή την σχέση κηδεμόνα-παιδιού που συντελεί στην εξαθλίωση της πολιτικής ζωής της χώρας.
Η λειτουργία του Κράτους και του Δημόσιου Τομέα του στηλιτεύεται επίσης από τον Πιτένη στο μυθιστόρημα. Με αφορμή την Δημόσια Υπηρεσία στην οποία προσλαμβάνεται η Δομνίκη με τα υπερπλήρη γραφεία στα οποία δεν υπάρχουν καν αρκετές καρέκλες για όλους τους υπαλλήλους, έτσι ώστε πολλοί από αυτούς κάθονται άπραγοι, ο Πιτένης αναδεικνύει σε όλη του την μεγαλοπρέπεια το υπερτροφικό Δημόσιο και την άδικη σπατάλη του δημοσίου χρήματος.
Ένα σκοτεινό μυθιστόρημα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση μίας γυναίκας, της Δομνίκης. Δεν είναι ασυνήθιστο στην λογοτεχνία ο συγγραφέας να εκφέρει λόγο μέσα από ένα γυναικείο κορμί. Αυτό που έχουμε όμως να παρατηρήσουμε για τον Μιχάλη Πιτένη είναι η συνέπεια με την οποία το κάνει. Ο χαρακτήρας της γυναίκας αυτής μέσα από τις βαθύτερες της σκέψεις στις οποίες γίνεται συμμέτοχος ο αναγνώστης, πλάθεται από την αρχή αργά και μεθοδικά από την εφηβεία μέχρι την ώριμή της ηλικία και θα μπορούσε ακόμα και να θεωρηθεί το μυθιστόρημα αυτό, μυθιστόρημα μαθητείας. Ο κεντρικός χαρακτήρας, η Δομνίκη, εξελίσσεται από σελίδα σε σελίδα και περνά από την αθωότητα στην συνειδητοποίηση και από την ετερονομία στην αυτονομία. Η αφύπνιση έρχεται σταδιακά μέσα από τυχαία γεγονότα και εμπειρίες που βιώνει μέσα στο περιβάλλον που κινείται. Ο χαρακτήρας της γυναίκας τανύζεται από τον συγγραφέα μέχρι τα όριά τoυ, η Δομνίκη βυθίζεται στις εσχατιές του νου και της ψυχής της, παλεύει με νύχια και δόντια. Πρόκειται για μία σταδιακή κάθοδο στον Άδη, για μία βαθμιαία αποκάλυψη μίας παρακμής. Ένα σκοτάδι που ξεκινά και θρέφεται από την κοιτίδα προστασίας που θα έπρεπε να είναι η οικογένεια (αλλά εκεί μέσα ακριβώς υπάρχει το τραύμα και η προδοσία), έως την κυριαρχία του Κακού που εξαπλώνεται παντού γύρω της.
Σε μία ταινία τρόμου ο πρωταγωνιστής φθάνει σε μία πόλη και αργά και σταθερά συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο όλοι οι κάτοικοι είναι νεκροζώντανοι, αλλά ακόμα και οι πιο δικοί του άνθρωποι έχουν μολυνθεί και τον απειλούν. Είναι αυτή η μαζική διασάλευση κάθε τάξης, η απώλεια κάθε αξιοπρέπειας στις συναλλαγές και στον περίγυρο που αναγκάζουν τον ήρωα και την ηρωίδα να φθάσουν σε ακραίες πράξεις περιφρούρησης της ίδιας τους της οντότητας, να κρατήσουν ένα μικρό φως μέσα στο απόλυτα δαιμονικό κόσμο όπου δεν υπάρχει καμία ειλικρίνεια, αγάπη ή ανθρωπιά.
Η θέση της γυναίκας μέσα σε αυτό τον σκοτεινό κόσμο είναι δύσκολη. Αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο ηδονής, ως πειθήνια και υποτακτική κόρη, σύζυγος, νοικοκυρά, χωρίς δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοδιαχείρισης της ζωής της, κτήμα πάντα χωρίς θέλω, μετέωρη ανάμεσα στις επιθυμίες και στην πραγμάτωσή τους, ανάμεσα στον εαυτό της και στο τι θέλουν οι άλλοι από αυτήν. Η ελευθερία της θα είναι ακραία γιατί ακραία είναι και η υποταγή της.
Η Δομνίκη θα παραμείνει μετέωρη, όπως και κάθε άλλη γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που αρνείται να της αναγνωρίσει τις επιθυμίες της.
και το δικαίωμα της αυτονομίας της.
* Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι ποιήτρια και το 2016 κέρδισε το κρατικό βραβείο ποίησης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Γαλλικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Εταιρείας Συγγραφέων.