Οι Μεταφραστές
(Les Traducteurs / The Translators)
12 Μαρτίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Με ένα θρίλερ, σκέτη σπαζοκεφαλιά, επιστρέφει στο σινεμά ο Γάλλος σκηνοθέτης Régis Roinsard. Μία απολαυστική ιστορία μυστηρίου, γεμάτη ανατροπές, παραπλανητικά στοιχεία, αγωνία και αινίγματα που κινείται μεθοδικά ανάμεσα σε διάφορα κινηματογραφικά είδη, που ξεπερνά το κλασικό ερώτημα του «ποιος είναι ο ένοχος» ανάμεσα σε εννέα εσώκλειστους υπόπτους για να διηγηθεί μία καλοστημένη ιστορία αυτοδικίας που κλιμακώνεται συνεχώς, με τον Έλληνα Μανώλη Μαυροματάκη, μέλος ενός υπέροχα επιλεγμένου cast.
Οι ήρωες της ταινίας, διαφορετικής εθνικότητας ο καθένας, είναι εντυπωσιακοί χάρη στις ερμηνείες των Lambert Wilson (The Matrix Revolutions), Olga Kurylenko (Quantum of Solace), Riccardo Scamarcio (Loro), Sidse Babett Knudsen (TV Borgen, The Duke of Burgundy), Eduardo Noriega (Vantage Point), Alex Lawther (TV The End of the F***ing World), Anna-Maria Sturm (Beste Gegend), Frédéric Chau (Lucy) και Μανώλη Μαυροματάκη (O Εχθρός μου).
Σύνοψη
Απομονωμένοι σε ένα πολυτελές καταφύγιο, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, εννέα μεταφραστές από διαφορετικές χώρες συγκεντρώνονται για να αποδώσει ο καθένας στη γλώσσα του τον τελευταίο τόμο μίας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά μόλις εμφανίζονται στο διαδίκτυο οι δέκα πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος και ένας χάκερ απειλεί να αποκαλύψει τη συνέχεια αν δεν του δοθεί ένα αστρονομικό ποσό, ένα ερώτημα γίνεται εμμονή: πώς διέρρευσε το βιβλίο;
Διάρκεια: 105’
12 Μαρτίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Visit
- Instagram: https://www.instagram.com/feelgood_entertainment/
- Twitter: https://twitter.com/FeelgoodEntment
- Fb: https://www.facebook.com/feelgoodentertainment.gr/
- Youtube: https://www.youtube.com/Feelgoodentertainment
Συνέντευξη με τον Régis Roinsard, σκηνοθέτη της ταινίας
Η πρώτη σας ταινία, Χτυποκάρδια στο Γραφείο, είναι του 2012. Αργήσατε να επιστρέψετε στη μεγάλη οθόνη. Σας πήρε επτά χρόνια για να ερωτευθείτε ξανά μια ιστορία, ή μήπως νιώσατε φόβο να περάσετε ξανά πίσω από την κάμερα;
Στα επτά αυτά χρόνια, πέρασα έναν χρόνο ταξιδεύοντας με την ταινία μου Χτυποκάρδια στο Γραφείο, να συναντώ ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, από την Ελλάδα ως την Ιαπωνία και το Κεμπέκ. Αυτό μονοπώλησε τον χρόνο μου. Κι έπειτα, έπεσα πάνω σε πολλά άρθρα γύρω από τη μετάφραση του βιβλίου του Dan Brown, το Inferno. Δώδεκα διεθνείς μεταφραστές είχαν κλειστεί σε ένα καταφύγιο στην Ιταλία για να μεταφράσουν το τελευταίο του μυθιστόρημα. Μου κίνησε το ενδιαφέρον και εντυπωσιάστηκα που ένα πολιτιστικό προϊόν χρειάζεται προστασία σαν να είναι πολύτιμος λίθος. Κι από εκείνη τη στιγμή, δημιουργήθηκε μέσα μου το περίφημο “Και αν…;”, που χαρακτηρίζει τη γένεση κάθε μυθοπλασίας. “Κι αν έκλεβαν το βιβλίο ή αν διέρρεε παρ’ όλες τις προφυλάξεις; Κι αν ζητούσαν λύτρα για να μη διαρρεύσει στο Ίντερνετ;” Είχα βρει το θέμα μου! Η πιο σημαντική πρόκληση ήταν να κάνω κινηματογραφική αυτή την εικονική κλοπή. Άρχισα να δουλεύω με τον Daniel Presley, που είχε συνεργαστεί μαζί μου και στα Χτυποκάρδια στο Γραφείο. Πολύ γρήγορα, μπήκε στην παρέα μας και ο Romain Compingt. Μας πήρε χρόνο να γράψουμε αυτό το θρίλερ σε μορφή παζλ. Μόλις μετακινούσαμε κάτι, αυτό είχε επιπτώσεις σε όλη την αφηγηματική δομή και μπορούσαν να καταρρεύσουν τα πάντα. Αν και αυτή η μηχανική ακρίβειας ήταν πολύ σημαντική, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ξεχάσουμε τους χαρακτήρες. Και σε αυτό με βοήθησαν πολύ τα ταξίδια μου στο εξωτερικό: να χτίσω χαρακτήρες που δεν είναι αρχέτυπα, που πατούν γερά στην πραγματικότητα.
Γενικά, σας ενδιαφέρει να παίρνετε ένα θέμα που πατάει γερά στην πραγματικότητα ή στην ιστορία, να το οικειοποιείστε και έπειτα να το μετατρέπετε σε κινηματογραφικό θέμα;
Προσεγγίζω το επάγγελμά μου ως εξής: ξεκινάω με τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών που είναι η βάση για να γράψει κανείς μυθοπλασία. Διότι θέλω να βυθίζομαι μέσα στην ταινία. Για το Χτυποκάρδια στο Γραφείο, επιθυμούσα να βυθιστώ στον κόσμο των γραμματέων, της γυναικείας εργασίας, των διαγωνισμών δακτυλογραφίας που γίνονταν κάποτε. Για τη νέα μου ταινία, βυθίστηκα στο σύμπαν των μεταφραστών. Συναντήθηκα με πέντε μεταφραστές για μάθω περισσότερα για το επάγγελμά τους, το πώς εργάζονται, να μάθω πώς ζουν. Κάποιοι μπορούν να έχουν πολύ άνετη ζωή, και άλλοι να τα βγάζουν δύσκολα πέρα.
Μόλις κατάλαβα αυτή την πραγματικότητα, ένιωσα την ανάγκη να τη μετατρέψω σε αντικείμενο του κινηματογράφου… και της μαγείας. Άλλωστε, ο πρώτος στόχος του σινεμά δεν είναι να προκαλεί ψευδαισθήσεις; Λατρεύω τη μαγεία στο σινεμά. Είτε αυτή είναι σεναριακή είτε οπτική. Είναι πολύ σπουδαίο θέαμα.
Σε ποια κατηγορία θα κατατάσσατε την καινούρια σας ταινία;
Είναι πολύ δύσκολο… Συνολικά, νομίζω ότι είναι ένα αισθηματικό θρίλερ. Στο μοντάζ, όταν είδα πώς έδεναν τα διάφορα στοιχεία και τα συναισθήματα που προκύπταν, σκέφτηκα κάποιες κορεατικές αστυνομικές ταινίες, που μπορούν να έχουν τη φόρμα του μελοδράματος.
Αλλά πίσω από όλα αυτά, δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε κοινά στοιχεία της ταινίας με τις εκλεπτυσμένες ταινίες μυστηρίου ή τις αστυνομικές ταινίες με απάτες ή κομπίνες.
Ναι, είναι τρία διαφορετικά είδη θρίλερ μαζί. Καταρχάς, είναι ένα “whodunit”, μία ταινία μυστηρίου, που θυμίζει πολύ Άγκαθα Κρίστι. Έπειτα, μεταμορφώνεται σε αστυνομική ταινία, και τελειώνει ως ταινία εκδίκησης. Μου αρέσει πολύ η ιδέα να αλλάζω είδος μέσα στην ίδια ταινία, αλλά με την προϋπόθεση ότι παίζουμε και με τους κώδικες. Μου αρέσει να μεταμορφώνω αυτό που οι θεατές νομίζουν ότι βρίσκουν σε μία ταινία είδους.
Η αστυνομική ταινία διέπεται από συμβάσεις. Ποιες από αυτές τις συμβάσεις θεωρήσατε απαραίτητο να σεβαστείτε και ποιες να σπάσετε;
Καταρχάς, στην παρουσίαση των χαρακτήρων, που τους ήθελα σαν ένα “μπαλέτο”. Θυμάμαι το Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές, με τη μεγάλη παρουσίαση των χαρακτήρων, ίσως μάλιστα υπερβολικά μεγάλη. Έτσι, προσπάθησα να βρω τα σεναριακά και κινηματογραφικά μέσα για να παρουσιάσω αυτούς τους χαρακτήρες με τρόπο που κυλάει, και αποτελεσματικά.
Άλλος κώδικας: στο “whodunit”, παίζουμε με το βλέμμα του κάθε χαρακτήρα προς τους άλλους, για να αποκαλύπτουμε ενδείξεις. Αλλά διασκεδάζω μ’ αυτό, γιατί στην πραγματικότητα ο σκοπός της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο στην εύρεση του ενόχου…
Έπειτα, υπήρχε το πρόβλημα της αφήγησης της κλοπής. Πώς να την κινηματογραφήσουμε; Τι εμπλοκή έχει κάθε συνεργός στη σύλληψη και την εκτέλεση της κλοπής… Δεν ήθελα να το κάνω με τον τρόπο του παντογνώστη. Το πιο συνετό ήταν να αναμείξω τους διάφορους αφηγητές και τις διαφορετικές οπτικές για να αποσπάσω την προσοχή του θεατή. Κι έτσι, επιστρέφουμε στη μαγεία. Η σκηνοθεσία ενός κόλπου είναι πάντα η ίδια: τα κοστούμια είναι πάντοτε εντυπωσιακά, τα στοιχεία θεαματικά, αλλά δεν είναι παρά τρόποι για να αποσπάσεις την προσοχή του θεατή. Και τελικά, αναρωτιέσαι τι είδες πραγματικά.
Σήμερα, είναι όλο και πιο δύσκολο να εκπλήξεις τους θεατές που ξέρουν τους κώδικες της μυθοπλασίας, χάρη στις σειρές. Τι ήταν πιο περίπλοκο στη συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Είμαι πολύ κακός θεατής ταινιών με ανατροπές! Τις μαντεύω πολύ συχνά! Έτσι, έβαλα μία πρόκληση στον εαυτό μου. Να ξεγελάσω κι εμένα τον ίδιο. Η συγγραφή είναι ένα διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα σε σένα και σε ό,τι προσδοκάς ως αντίδραση από τον θεατή. Μαζί με τους συν-σεναριογράφους μου, είμαστε υπερβολικά σχολαστικοί ως προς αυτή τη σχέση με τον θεατή. Μάλιστα, δώσαμε στον θεατή ένα όνομα για να τον επικαλούμαστε στην πρόοδο της ίντριγκας. Λέγαμε ασταμάτητα: “όχι, ο ΧΧ θα σκεφτεί αυτό.” Πιστεύω πως για να αφηγηθείς σωστά μια ιστορία, δεν πρέπει να δείχνεις, πρέπει να δημιουργείς την επιθυμία στον άλλον να δει, να δουλέψει εκτός πεδίου. Αυτό δημιουργεί μία προσμονή που τρέφει την έκπληξη.
Έπειτα, ήταν δύσκολο να ρυθμιστούν οι διάφορες χρονικές πλοκές, μέχρι την τελική βερσιόν του σεναρίου. Στο μοντάζ ολοκληρώθηκε, επιτρέποντάς μου μάλιστα να επέμβω σε κάποιες.
Η δομή της αφήγησής σας βασίζεται σε μία φωνή off, μία διαδικασία ευφυής, αλλά και ριψοκίνδυνη. Γιατί τη χρησιμοποιήσατε; Ποια ήταν η λειτουργία της;
Γενικώς, επικρατεί η άποψη πως η φωνή off πρέπει να αποφεύγεται, ενώ εγώ είμαι μεγάλος φαν. Παραπέμπει σε παραμύθι κι αυτό είναι κάτι που με γοητεύει.
Για τον θεατή, είναι ένα σημείο αναφοράς, ή κάτι που θεωρεί σημείο αναφοράς. Γι’ αυτό και ήθελα έναν ηθοποιό με ιδιαίτερη χροιά. Με τον Lambert Wilson, δουλέψαμε πάρα πολύ τη φωνή του, η οποία έχει εκπληκτική μουσικότητα. Ένα από τα πράγματα που του ζήτησα ήταν να μην τον ακούμε να αναπνέει, σαν η φωνή του να μην κάνει καμία παύση.
Όσο προχωράει η ταινία και αποκαλύπτεται η ίντριγκα, η φωνή off εξαφανίζεται, για να εισάγει την ταινία στην πραγματικότητα.
Στην ταινία σας, βάζετε τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει η Olga Kurylenko να λέει: “Ο Δαίδαλος δεν είναι απλώς ένα αστυνομικό. Είναι μία ιστορία μετάνοιας.” Αυτό ισχύει και για την ταινία σας;
Ναι, και τότε η ταινία γίνεται πιο προσωπική και μιλάει για τη σχέση μου με τους ανθρώπους που αγαπώ ή αγάπησα… Ίσως προσπαθώ με αυτή την ταινία να ξαναβρώ μία επικοινωνία με ανθρώπους που εξαφανίστηκαν. Τόσο στο Χτυποκάρδια στο Γραφείο όσο και στους Μεταφραστές, στο γύρισμα – και όχι στη συγγραφή του σεναρίου – συνειδητοποίησα πόσες ιστορίες ήταν προσωπικές μου. Είμαι από τους ανθρώπους που έχουν μία δυσκολία να μιλάνε για τον εαυτό τους ευθέως. Χρειάζομαι ένα πρίσμα. Γι’ αυτό αγαπώ το σινεμά με τα κοστούμια και τα σκηνικά εποχής, γιατί μπορώ να πω πιο προσωπικά πράγματα μέσα από αυτή τη μάσκα.
Για την ταινία σας, επιστρατεύσατε διεθνείς ηθοποιούς. Πώς δημιουργήσατε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στους χαρακτήρες και τους ηθοποιούς;
Δεν γράφω ποτέ έχοντας έναν ηθοποιό στο μυαλό μου, ή μάλλον, μόνο έναν πεθαμένο ηθοποιό. Φοβάμαι πολύ την απογοήτευση.
Ο Lambert Wilson ουσιαστικά “επιβλήθηκε”, επειδή έχει τη στόφα του Παριζιάνου εκδότη, όπως πολλοί τον φαντάζονται. Με τη διπλή του κουλτούρα, τη γαλλική και την αγγλοσαξονική, έχει τα χαρακτηριστικά των κακών υψηλού επιπέδου όπως στις ταινίες του James Bond. Του αρέσει η μεταμόρφωση.
Το υπόλοιπο κάστινγκ κράτησε έναν χρόνο, γιατί έπρεπε να βρούμε ξένους ηθοποιούς που μιλούν γαλλικά.
Την Olga Kurylenko, πέρα από την ερμηνεία της στο Quantum οf Solace, τη βρήκα πολύ καλή στη σειρά Magic City. Πέρα από την πλαστικότητά της και το παρελθόν της ως μανεκέν, είναι δυνατή και καταφέρνει να δίνει πυρετώδεις ερμηνείες.
Ο Riccardo Scamarcio είναι γαλλόφιλος ηθοποιός. Μου άρεσε πολύ η ερμηνεία του στο John Wick 2. Δεν είχε παίξει ποτέ κωμικό ρόλο και απέδωσε άψογα τον “γλείφτη”. Αμέσως κατάλαβε το γκροτέσκο του χαρακτήρα. Είναι πιο αστείος απ’ ό,τι ήταν στο σενάριο.
Η Sidse Babett Knudsen, με τη σειρά Borgen και με το Inferno κατάφερε να εγγράψει το πρόσωπό της στον παγκόσμιο κινηματογράφο και στο γαλλικό τοπίο. Ανακάλυψα μάλιστα πως είχε ξεκινήσει το θέατρο στη Γαλλία. Μου αρέσει η ευθύτητα του βλέμματός της, το παράστημά της. Αρχικά, την είχα προσεγγίσει για έναν άλλον ρόλο, αυτόν που υποδύεται η Γερμανίδα Anna-Maria Sturm. Ο χαρακτήρας της Άννας ήταν κατά βάση ανδρικός. Ενώ είχε αποφασίσει να συμμετάσχει στην ταινία, η Sidse μού είπε πως προτιμούσε να παίξει τον αντρικό ρόλο. Για εκείνη, η πρόταση ήταν πιο ενδιαφέρουσα αν υποδυόταν τον ρόλο μία γυναίκα. Ξαναδιάβασα τις σκηνές έχοντας τη Sidse στο μυαλό μου. Και είχε δίκιο. Αυτό δεκαπλασίαζε την ένταση του ρόλου.