Οι πρώτες σελίδες από το μυθιστόρημα
“Στους δρόμους του Αυγερινού”
|
https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/
“Το βιβλίο του Αντώνη Ελ. Σχετάκη είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα έργο που θα μας ταξιδέψει από την Κίσσαμο και τα Χανιά, στην Οδησσό στη δύση του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. ένα μυθιστόρημα Ένα άρτιο μυθιστόρημα με χαρακτηριστικά των σπουδαίων συγγραφέων της γενιάς του ’30”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΛΕΕΙ πως οι Αυγερινοί, οπλοποιοί, πολεμιστάδες πεζοί και ιππείς κατάφραχτοι του αυτοκρατορικού στρατού, αλλά και ξακουστοί μάστορες, χτίστες, πελεκάνοι, σιδεράδες, πεταλωτήδες, μαραγκοί, ήρθαν από την Πόλη γύρω στα 1200. Η Βασιλεύουσα ήθελε να κηδεμονέψει το νησί της Κρήτης για να διαφεντεύει τους θαλάσσιους δρόμους ανάμεσα στις τρεις αρχαίες στεριές που ζώνουν τη Μεσόγειο και ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έστειλε τον γιο του Ισαάκιο και δώδεκα αρχόντους του Βυζάντιου με εκατό και μία γαλέρες γεμάτες μέχρι τα παραπέτια προμήθειες και πρόθυμους αποίκους να κατακτήσουν τη δυτική άκρη του νησιού. Αφού πόδισαν διαδοχικά στη Μονεμβασιά, στο Τσιρίγο και στο Σιγγλιό, πέρασαν ανοικτά από τη Γραμπούσα και άγγιξαν σε μια ακτή της Κίσσαμος μισή αναπνοή δρόμο νοτιότερα. O γιαλός πίσω από το Μαύρο Μόλο – ένα βραχίονα μακρύ ίσα με εκατό μέτρα από πελώριες μαυρόπετρες τακτοποιημένες απ’ τους Πελασγούς στη σειρά, κόντρα στο βοριά – ήταν σίγουρο αγκυροβόλιο. Οι δώδεκα επικεφαλής αρχοντογεννημένοι βυζαντινοί, με τις φαμίλιες και τους υποτακτικούς τους, ξεμπάρκαραν στην ακτή και ξεφόρτωσαν το φορτίο, όπλα, εργαλεία, προμήθειες, στήνοντας σκηνές με τη σημαία του αυτοκράτορα στην κορυφή κι ολόγυρα τα μπαϊράκια τους με τα χρώματα και τους θυρεούς του οίκου του ο καθένας.
Οργανοπαίχτες, ακροβάτες και χορεύτριες έστησαν χορούς στην άμμο καλώντας τους, εντυπωσιασμένους από την αρμάδα, ντόπιους να πάρουν μέρος στο γλέντι. Δίπλα, οι κωλοπετσωμένοι τσαμπάσηδες(1) ξεπέρασαν εύκολα τους δισταγμούς τους να αποχωριστούν την πατρική γη. Μοιράζοντας πουγκιά με «άσπρα και κίτρινα», ασημένια και χρυσά νομίσματα με τη μορφή του αυτοκράτορα Αλέξιου, αγόρασαν εκτάσεις γης, λιόφυτα, αμπέλια, σπίτια, καλλιέργειες και ζώα, με αντάλλαγμα ένα δερμάτινο πουγκί που μέσα του κουδούνιζε μεθυστικά Βυζαντινό χρήμα.
Οι Αυγερινοί αγόρασαν κι εκείνοι με δέκα άσπρα ένα κομμάτι γης στη γαρμπινή πλευρά του βουνού που εγκαταστάθηκε ο Ισαάκιος, στα νοτιανατολικά της Κισσάμου, σ’ ένα ύψωμα διακόσια μέτρα ψηλό, σκέτο πέτρες κι αργιλόχωμα, και ρίζωσαν στον ξερότοπο δίνοντας το όνομά τους στη περιοχή και στο χωριό που έχτισαν προς το βασίλεμα του ήλιου πάνω από την κοιλάδα της Ποταμιάς.
Αυγερινή: το χωριό των Αυγερινών. Περισσότερα από εξακόσια χρόνια η οικογένεια αυτή κατάφερε να επιζήσει εδώ, κόντρα στους αυταρχικούς Βενετούς κατακτητές και σε διαρκή σύγκρουση με τους βάρβαρους Οθωμανούς που τους διαδέχτηκαν ύστερα. Όσοι απ’ τους νέους της Αυγερινής σκόπευαν να παντρευτούν, έχτιζαν με τη βοήθεια συγγενών και φίλων το σπίτι τους πριν πάνε γαμπροί στην εκκλησία. Τα σπίτια, πύργοι με στενά παράθυρα, με την κάμαρα του ζευγαριού και τους κοιτώνες για τα μελλοντικά τέκνα στο ανώγειο και τις αποθήκες, τους κοινοβιακούς χώρους, τις κουζίνες και το αχούρι στο ισόγειο, επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγεια λαγούμια, εξασφαλίζοντας τη διαφυγή τους απ’ τους διωγμούς των Βενετών και αργότερα των Τούρκων. Σε ένα τέτοιο δίπατο καμαρόσπιτο, πύργο απόρθητο, φάτσα στον πουνέντε, δίπλα στην εκκλησιά τ’ Άη Γιώργη, ζούσε ο Νικόλας Αυγερινός με την γυναίκα του την Ηρακλεία.
Οι πελεκητές αμυγδαλόπετρες, τα φουρούσια στα παράθυρα και τα σκαλιστά κοσμήματα πάνω από τις τοξωτές πόρτες του σπιτιού, μαρτυρούσαν τέχνη στο πελέκημα, στο χτίσιμο και στο αρμολόιμα. Απέναντι από το φουρνόσπιτο, ο αχυρώνας χτισμένος με σοφία. Εκεί φύλαγαν σπόρους και εργαλεία για τη σπορά, το θερισμό, τον τρύγο, το λιομάζωμα, και άχερα για τη διατροφή των ζώων τον χειμώνα. Ταυτόχρονα, στις πέτρινες κρύπτες του έκρυβαν λιανοτούφεκα κι από κει ξεκινούσαν οι στοές που οδηγούσαν στα υπόγεια λαγούμια. Ο Βενέτης, ο σκύλος του σπιτιού, τσακωνόταν διαρκώς με τον γάιδαρο, τη φοράδα και το μπεγίρι (2) της οικογένειας και με τα περιστέρια που γουργούριζαν στις σκαλοθυρίδες (3), Αλέτρια, δρεπάνια, βωλόσυροι (4), λιχνίστρες, σκοινιά, καπίστρια και λογής-λογής σύνεργα και εργαλεία ήταν κρεμασμένα στο τοίχο και στη μουρνοπούλα στη γωνιά ή περίμεναν ακουμπισμένα στο καλντερίμι της αυλής. Οι πόρτες του περίγυρου που αγκάλιαζε την αυλή, καμωμένες από πελεκημένους κορμούς κυπαρισσιού δυο μπόγια ψηλές μέχρι το τελείωμα του τοίχου, διπλοσφάλιζαν με σιδερένιες αμπάρες. Αν κάποιος ανεπιθύμητος τις παραβίαζε, πράγμα απίθανο, βρισκόταν απέναντι από τις πολεμίστρες – στενές σχισμές στο τοίχο που φάρδαιναν προς τα μέσα – όπου παράστεκαν οι Αυγερινοί με γεμάτα τουφέκια, καψούλια, βόλια και μπαρούτι και τον σημάδευαν όπως οι Βυζαντινοί παππούδες τους με βαλίστρες, βέλη και τόξα.
«Σειρικό το βασιλίκι» λένε, κι ο Νικόλας διατηρούσε άξια την οικογενειακή φήμη των μαστόρων στο χτίσιμο, χωρίς να ξεχνά ότι το σόι του απ’ τον καιρό του αυτοκράτορα Αλέξιου ήταν σόι πολεμιστάδων. Αυτό το ήξεραν και οι Τούρκοι στην κοιλάδα, γι’ αυτό όχι μόνο δεν τον ενοχλούσαν αλλά – κι όταν τον έβλεπαν καβάλα στο μπεγίρι του να ξεχύνεται σαν άνεμος και να διασχίζει τους τουρκομαχαλάδες της ποταμιάς – προτιμούσαν να μανταλώνονται στα κονάκια τους παρά να διασταυρωθούν μαζί του.
Ο Νικόλας, άντρακλας ψηλός σαν κυπαρίσσι και δυνατός σαν ταύρος, με αετίσια μάτια που σπίθιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα, με μπράτσα που φάσκιωναν στριφωχτά οι φλέβες και κούτελο χαρακωμένο από βαθιές ρυτίδες κάτω από τα κρόσσια του κεφαλομάντηλου που τιθάσευε τα μακριά σγουρά μαλλιά του, άφηνε τακτικά τη γυναίκα του την Ηρακλεία να κουλαντρίζει αμοναχή τα κτήματα και τα ζωντανά τους, ενώ αυτός μαζί με άλλους, διαρκώς επαναστατημένους Κισσαμίτες, κυνηγούσε τους Τούρκους, πότε στα ορεινά της Κισσάμου, στη Μελισσιά και στο Σάσαλο και πότε στη Κυδωνία και στον Αποκόρωνα. Ξεχύνονταν καβάλα στα μπεγίρια τους και με πρωτοκαβαλάρη τον Άη Γιώργη κυνηγούσαν τον δράκο, τον καταραμένο τον Τούρκο, που μόλευε τον τόπο και στράγγιζε με τους φόρους και τα χαράτσια του το βιός τους.
1. Τσαμπάσηδες ήταν οι ζωέμποροι της εποχής
2. Μπεγίρι (τουρκική beygir): το άλογο
3. Οι τρύπες που μένανε στον τοίχο μετά την αφαίρεση της
σκαλωσιάς όπου φύλαγαν μικροπράγματα.
4. Συρόμενο ξύλινο εργαλείο αλωνίσματος σιτηρών.
Ο Αντώνης Ελ. Σχετάκης γεννήθηκε στο Καστέλι Κίσσαμου το 1942 όπου παρακολούθησε μαθήματα μέχρι την Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου και συνέχισε τις δυο τελευταίες τάξεις στο δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Χανίων. Σπούδασε στη Μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε στο δημόσιο σχολείο για πέντε χρόνια και συνέχισε ως ελεύθερος επαγγελματίας φροντιστής Μαθηματικών στην Κίσσαμο. Υπηρέτησε στο Πυροβολικό. Εκλέχτηκε Δήμαρχος Κισσάμου το 1975, επανεκλέχτηκε το 1978, το 1987, και το 1995. Ενδιάμεσα χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος επί 12 χρόνια και τέσσερα χρόνια ως ειδικός συνεργάτης του Δημάρχου Μηθύμνης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, πρόεδρος του Κέντρου Παιδικής Μέριμνας και του ΠΙΚΠΑ Χανίων, πρόεδρος του 9ου Συμβουλίου Περιοχής Νομού Χανίων, αντιπρόεδρος της ΤΕΔΚ Χανίων, αντιπρόεδρος της ΑΝΕΤΕΚ, αντιπρόεδρος της ΑΝΕΝ, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Πολυτεχνείου Χανίων, μέλος της επιτροπής σύνταξης του πολεοδομικού νόμου 1337/83, αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο Ανωτάτης Παιδείας, αντιπρόσωπος ΟΤΑ στην Διοικούσα επιτροπή του ΟΑΔΥΚ, μέλος στην επιτροπή επιστροφής του παππού Ειρηναίου, μέλος πολλών επιτροπών και συλλόγων.