Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης δεν ακολουθεί πεπατημένους και πιο σίγουρους δρόμους, αλλά με μαεστρία καταφέρνει να δέσει την τυχαιότητα με τον λόγο, τη στιγμή με τον σκοπό που τη δημιούργησε.
Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024 στις 19.30 στην Sianti Gallery εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση ζωγραφικής του Παναγιώτη Σιάγκρη με τίτλο «Μετατοπίσεις». Την επιμέλεια έχει αναλάβει ο δημοσιογράφος και μουσειολόγος, Δημήτρης Τρίκας, που σημειώνει σχετικά:
« Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιώντας γνωστά και αγαπημένα του υλικά, όπως ο καμβάς, το λάδι, τα ακρυλικά αλλά και το plexiglass, στρέφει το βλέμμα του σε διαφορετικά θέματα, προσπαθώντας να αφυπνίσει τον θεατή. Στα έργα της έκθεσης είναι και πάλι πρωταγωνίστρια η φύση και το αστικό τοπίο, αλλά εδώ επεμβαίνει ένας ακόμα παράγοντας που δημιουργεί πρόσθετες νοητικές διαδρομές και διεργασίες : η ανθρώπινη βούληση και η δυνατότητα της επιλογής, πράγμα που προκαλεί στοχασμό πάνω στην δια-ταραγμένη εποχή μας και θέτει ερωτήματα που δείχνουν την αγωνία του καλλιτέχνη για όσα συμβαίνουν και γκριζάρουν τον ορίζοντα του κόσμου μας.
Ο Παναγιώτης Σιάγκρης ως γνήσιος και ικανός γεωμέτρης και αρχιτέκτονας πλάθει τον χώρο που θέλει να οικειοποιηθεί για να αισθανθεί την ζωτικής σημασίας ισορροπία, ηρεμία και ασφάλεια και ταυτόχρονα ως ανήσυχο πνεύμα αναζητά και κατασκευάζει πολλαπλά σημεία διαφυγής που θα επιτρέπουν τη διαρκή ελευθερία της ύπαρξης. Έτσι, δικαιώνει το ανθρώπινο παράδοξο, της ανάγκης για ανάπαυση και κίνηση, ασφάλεια και ρίσκο, οικειότητα και περιπέτεια και εν τέλει σταθερότητα και ελευθερία. Ο Σιάγκρης επιδίδεται στις χρωματικές αλχημείες του για να ανακατασκευάσει τον Κόσμο κι από αβίωτο- όπως αυτός έχει εκπέσει- να τον κάνει βιωτό- όπως επέμεινε ο Σωκράτης στη δίκη του, ότι είναι η μόνη αξία για τον Άνθρωπο: όχι απλώς να ζει αλλά να ζει άξια, να έχει έναν βίο, βιωτό που θα δικαιώνει την ύπαρξη δίνοντάς της νόημα και σκοπό.
Στην 11η ατομική έκθεσή του ο Σιάγκρης μοιάζει να έχει αφήσει πίσω του (οριστικά ή επί του παρόντος άραγε), τα objet trouvè, τις σκουριές και τα πλέγματα του μοντερνιστικού παρελθόντος του και έχει βουτήξει στα βαθιά της καθαρής ζωγραφικής αλλά την ίδια ώρα θέλει να αφήσει σε δεύτερο πλάνο (έστω και για λίγο) την ασφάλεια του μπλε που τον έκανε γνωστό και αγαπητό στους θεατές του για να διερευνήσει συναισθήματα και εντάσεις που ταιριάζουν περισσότερο στο παρόντα ταραγμένο, εμπόλεμο και εμπύρετο κόσμο μας ».
Αναφέροντας παραδείγματα από το σύνολο των έργων που αποτελούν το σώμα της έκθεσης, ο επιμελητής γράφει στο κείμενό του για τον κατάλογο:
… «Θα τελειώσω με ένα ακόμα παράδειγμα ζωγραφικής τόλμης με τον άσπρο-μαύρο-γκρι πίνακα με τίτλο “ Έντεκα σημεία διαφυγής”, όπου ένα άδειο σπίτι μέσα σε ένα δάσος συγκροτεί μια δυνατή, αλλά λιτή εικόνα που κραυγάζει στην απόλυτη σιωπή της ενώ τα σημεία διαφυγής, που ο ζωγράφος δημιουργεί βάζοντας στον καμβά διάσπαρτες πινελιές με πέρλα στο πλαστικό χρώμα, απευθύνονται αποκλειστικά στο βλέμμα του θεατή αφού στο εσωτερικό του πίνακα κανείς άλλος δεν υπάρχει για να δια-φύγει ή αν προτιμάτε για να διαταράξει την εκκωφαντική σιωπή του τοπίου.
Στο τέλος όμως το μπλε θα επιστρέψει για να δια-κοσμίσει την ζωή με το υγρό στοιχείο αλλά κυρίως και πρωτίστως για να φτιάξει ένα κρεβάτι από θάλασσα κάτω από τα ψηλά, προστατευτικά δέντρα και ο ίδιος ο δημιουργός που πέρασε μέσα από τα κόκκινα του πολέμου και τα μωβ της μοναξιάς θα βρει το σημείο αναφοράς για να επιστρέψει στον βιωτό βίο που έτσι κι αλλιώς απ΄ αρχής αναζητεί…»
Τέλος, ο Κώστας Λεϊμονής, φιλότεχνος δικηγόρος στο δικό του σημείωμα αναφέρει:
«Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης δεν ακολουθεί πεπατημένους και πιο σίγουρους δρόμους, αλλά με μαεστρία καταφέρνει να δέσει την τυχαιότητα με τον λόγο, τη στιγμή με τον σκοπό που τη δημιούργησε. Η έννοια της μετατόπισης είτε έχει να κάνει με το συναίσθημα από τις ατμόσφαιρες, τη συγκίνηση, είτε έχει να κάνει με τον τόπο ή το σκηνικό, είτε με τον άχρονο χρόνο, βλέποντας μέσα από τα έργα το τότε, το τώρα και το αύριο να συνδιαλέγονται και να συναγωνίζονται, ευτυχώς για μας, χωρίς ξεκάθαρο νικητή. Αυτό, ακριβώς, το ερωτηματικό του «πότε» και του «πού» καθιστά κάθε έργο μοναδικό, καθώς ο ζωγράφος δεν εγκλωβίζει τον θεατή απαραίτητα σε συγκεκριμένο στίγμα ή μήνυμα. Μπορεί να βλέπει κανείς ένα νοσταλγικό παρελθόν, ένα ευοίωνο παρόν ή ένα δυσανάγνωστο μέλλον.»