Κριτική – Περιμένοντας τον Γκοντό στο Θέατρο Πόρτα

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ

Στην εναρκτήρια σκηνή της παράστασης  Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, στο θέατρο Πόρτα, ο θεατής αντικρύζει μια κεκλιμένη επιφάνεια διαστάσεων ισοσκελούς τριγώνου -η βάση του ακουμπά στη θεατρική σκηνή- η οποία θα αποτελέσει ως επί το πλείστον το σκηνικό χώρο της παράστασης, έχοντας διττή λειτουργία: είναι η επιφάνεια πάνω στην οποία κινούνται οι ηθοποιοί αλλά και το σκηνικό της παράστασης. Ανομοιογενές, τραχύ, σε κάποια σημεία λείπουν ολόκληρα κομμάτια και αποκαλύπτεται ο σιδερένιος σκελετός της κατασκευής του, το τριγωνικό σκηνικό έχει επιπλέον μια τρύπα στο μέσο της δεξιάς πλευράς, από την οποία εμφανίζονται αλλά και εγκαταλείπουν τη σκηνή οι ηθοποιοί όταν αυτό είναι αναγκαίο.

Στη μια άκρη  και έξω από αυτό το επίπεδο, δεσπόζει ένα ξερό δέντρο με λίγα κλαδιά, επιτείνοντας την εικόνα ερήμωσης σε ένα χώρο που δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά και που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στον κόσμο. Στη μέση περίπου αυτού του ευφάνταστου, λουσμένου με κίτρινο φως τριγώνου, κάθεται αρχικά ακίνητος πάνω σε ένα βράχο ο Εστραγκόν.

Πάνω σε αυτήν την κεκλιμένη κατηφορική σκηνή που δυσκολεύει την κίνηση τους, αλλά εξεικονίζει θαυμάσια την αστάθεια και την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν το έργο αυτό, προσπαθούν να ισορροπήσουν κινητικά οι ηθοποιοί της παράστασης (Πάνος Παπαδόπουλος-Βλαδίμηρος, Τάσος Ροδοβίτης Εστραγκόν, Γιάννης Σαμψαλάκης – Πότζο, Γιάννης Βαρβαρέσος-Λάκυ, Πέτρος Δημοτάκης- Αγόρι).

Φορούν διαλυμένες και τρύπιες αρβύλες, καπέλα τύπου μελόν που υπαγορεύουν οι σκηνικές οδηγίες του έργου, είναι ντυμένοι με άθλια ρούχα, σακάκι-παντελόνι σε αποχρώσεις του γκρι, όπως με γκρι χρώμα είναι βαμμένα τα πρόσωπα και τα σώματά τους, καθώς δεν φορούν εσωτερικές μπλούζες, αλλά είναι σχεδιασμένο πάνω στο δέρμα τους το περίγραμμα μιας εσωτερικής μπλούζας.

Μοιάζουν σαν να φέρουν επάνω τους όλη τη σκόνη των πολλών χρόνων που κουβαλούν στην πλάτη τους, όλη τη σκόνη της ιστορίας τους, της ιστορίας του ανθρώπου στη γη. «Πόσο χρονών είστε?»  ρωτάει ο Πότζο τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, «Εξήντα? Εβδομήντα?» ενώ ο ίδιος ομολογεί ότι έχει το Λάκυ να τον υπηρετεί κοντά εξήντα χρόνια. Θεατρικοί χαρακτήρες που έρχονται από ένα μακρινό παρελθόν που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια, εγγράφονται σε ένα παρόν που είναι ασαφές χρονικά, σε έναν τόπο που θα μπορούσε δυνητικά να είναι οπουδήποτε, ενώ το μέλλον τους είναι αβέβαιο: οι συμπαθείς αυτοί ανέστιοι πλάνητες, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, οι οποίοι κοιμούνται ακόμα και σε χαντάκια εκφράζουν την επιθυμία να κρεμαστούν δίνοντας τέλος σε μια άχαρη ζωή στην οποία τίποτα δεν συμβαίνει εκτός από την προσμονή για την έλευση του Γκοντό.

Το περιμένοντας το Γκοντό γράφτηκε από τον Οκτώβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 1949 και πηγή έμπνευσης του ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπέκετ, ένας πίνακας του Γερμανού ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich από το 1824. Είναι η εποχή που η Ευρώπη προσπαθεί να αναγεννηθεί από τα ερείπια που άφησε πίσω του ο καταστρεπτικός Β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Από τον όλεθρο και τη βιωμένη φρίκη του πολέμου επηρεάζεται και η θεατρική γραφή του Μπέκετ –όπως και πολλών άλλων συγγραφέων της εποχής (Ιονέσκο, Αντάμοφ, Ζενέ, Αρραμπάλ)- που αναζητά τη ρήξη με την παραδοσιακή θεατρική φόρμα και υιοθετεί την απαξίωση της παραδοσιακής πλοκής, την ασάφεια του χώρου και του χρόνου, την αδράνεια των θεατρικών προσώπων, την επανάληψη των δράσεων και επιλέγει ως θεατρικούς χαρακτήρες τους αντιήρωες και ανθρώπους που είναι άρρωστοι ή  ηλικιωμένοι. Κυρίως όμως θέλει να καταδείξει την αδυναμία της γλώσσας ως επαρκούς μέσου επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Σε ένα ρευστό και ανασφαλή κόσμο, όπου όλες οι βεβαιότητες έχουν συντριβεί αφήνοντας ένα ανεξέλεγκτο υπαρξιακό κενό να πάρει τη θέση τους, η γλώσσα, ανίκανη να φέρει τους ανθρώπους κοντά για να γνωριστούν πραγματικά μεταξύ τους και να εκφράσει συναισθήματα και μηνύματα, γίνεται αντικείμενο γελιοποίησης ως ένα ατελές μέσο προσέγγισης της πραγματικότητας.

Αυτούς τους θεματικούς άξονες της γραφής του Μπέκετ υπηρετεί με επιτυχία η σκηνοθεσία του Θ. Μοσχόπουλου με φόντο το ιδιόμορφο σκηνικό του Β. Παπατσαρούχα. Οι ηθοποιοί της παράστασης -μηδενός εξαιρουμένου- εκφέρουν το λόγο σε πλήρη αρμονία με το νόημα του κειμένου (μετ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου) αλλά και σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους.

Το αποτέλεσμα είναι άψογο, ιδίως αν συνυπολογιστούν οι δυσκολίες ενός κειμένου που ενίοτε γίνεται ποιητικό, αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτως ή άλλως ως ένα μακροσκελές ποίημα.  Εύκολα γίνονται αντιληπτά τα έντονα στοιχεία του θεάτρου του παραλόγου, με αποκορύφωμα το μονόλογο του Λάκυ όπου, πολύ επιτυχημένα, ο ηθοποιός ξεκινά με μια χαμηλών τόνων εκφορά του λόγου για να καταλήξει σε ένα πολύ σωστά υπολογισμένο παραλήρημα χωρίς να χάνει καθόλου την αίσθηση του μέτρου, η οποία θα οδηγούσε σε περιττές υπερβολές, φωνητικές και σωματικές. Αλλά το μέτρο δεν χάνεται σε καμία σκηνή της παράστασης αυτής. Δεν υπάρχουν υπερβολικά στοιχεία και κατασκευασμένες σκηνές επίπλαστου εντυπωσιασμού. Οι ηθοποιοί, κυρίαρχοι των εκφραστικών τους μέσων, τηρούν ένα πολύ συγκεκριμένο μέτρο στην εκφορά του λόγου και εντάσσουν δημιουργικά τις παύσεις στη ροή του κειμένου, όπου επιβάλλεται και είναι απαραίτητο, για να αποδοθεί το νόημα της εκάστοτε σκηνής. Επιτυχημένη είναι η διανομή και η συνακόλουθη σκηνική συνύπαρξη τους, για τα συμπληρωματικά θεατρικά δίδυμα Βλαδίμηρου-Εστραγκόν και Πότζο-Λάκυ, με σαφείς καταβολές το πρώτο από τα κωμικά ντουέτα του μιούζικ-χωλ -με τους σύντομους χιουμοριστικούς διαλόγους και τη χαρακτηριστική σκηνή με τη γρήγορη εναλλαγή των καπέλων τους- ενώ το δεύτερο συμπυκνώνει τη διαχρονική, προαιώνια σχέση αφέντη- υπηρέτη, εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Αν συνυπολογίσουμε την αισθητικά άψογη χρήση του φωτισμού της σκηνής, ξεχωρίζει η σκηνή της απεικόνισης του φεγγαριού με φόντο το νυχτερινό ουρανό, και την άνεση με την οποία κινούνται οι ηθοποιοί, σαν να εκτελούν μια χορογραφία στο πλαίσιο της θεατρικής κίνησης, γινόμαστε θεατές μιας άρτια δομημένης και λειτουργικής παράστασης, η οποία όχι μόνο δεν προδίδει στο ελάχιστο, αλλά προβάλει επιτυχώς το ούτως ή άλλως δύσκολο ως προς τη σαφή νοηματοδότηση του αριστούργημα του Μπέκετ. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ερώτηση του Allan Snyder -ο οποίος σκηνοθέτησε για πρώτη φορά το έργο αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες- για το ποιος είναι ο Γκοντό και τι ήθελε να πει ο Μπέκετ με αυτό το αινιγματικό πρόσωπο το οποίο δεν εμφανίζεται ποτέ, ο συγγραφές του απάντησε αφοπλιστικά ότι «αν το ήξερα θα το έλεγα στο έργο». Βεβαίως παρά το γεγονός ότι η ταυτότητα του Γκοντό παραμένει κρυφή, ολοφάνερη είναι σε όλη τη διάρκεια του έργου η κατάσταση συνεχούς  αναμονής των Βλαδίμηρου και Εστραγκόν και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στη ροή του χρόνου. Ο άνθρωπος πάντα περιμένει να συμβεί κάτι, έκθετος στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα η ουσία του κόσμου, η ουσία της ζωής παραμένει αναλλοίωτη: «Η ποσότης των δακρύων αυτού του κόσμου είναι αμετάβλητη. Για καθέναν που αρχίζει να κλαίει, κάπου κάποιος  άλλος σταματάει» λέει ο Πότζο και αλλού, ο ίδιος -απηχώντας ίσως το βαθύτερο νόημα αυτού του αριστουργηματικού έργου- σε ένα ξέσπασμά του για τον «καταραμένο χρόνο»: «Ξεγεννάνε καβάλα σε έναν τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι».

 

 

Ε. Συκιωτάκης

 

 

 

Μοιραστείτε:

Facebook
Twitter
Email
Print

Περισσότερα άρθρα