Κριτική Θεάτρου
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν»
Ο ακαδημαϊκός Γρηγόριος Ξενόπουλος, από τους σημαντικότερους λογοτέχνες και δραματουργούς των αρχών του εικοστού αιώνα, προωθεί στο έργο του θέματα δια των οποίων ασκείται κριτική σε φαινόμενα κοινωνικά και ηθικά της εποχής του. Ωστόσο, η διατύπωση του θεατρικού, για παράδειγμα, λόγου του συγγραφέα σχηματοποιεί διαχρονικούς πιθανούς κόσμους οι οποίοι, με την πάροδο του χρόνου και τηρουμένων των αναλογιών, καθίστανται παραδείγματα σκηνικής μεταφοράς.
Ένα τέτοιο παράδειγμα στοιχειοθετεί η «Στέλλα Βιολάντη», που αποτελεί δραματοποίηση μιας νουβέλας του Ξενόπουλου με τίτλο «Έρως εσταυρωμένος». Ο συγγραφέας καθοδηγεί αρμονικά την δέση και την λύση του θεατρικού του έργου, με αφετηρία το ονοματεπώνυμο της ηρωίδας που παγιώνεται πλέον από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο ως ο τίτλος του έργου. Η «Στέλλα Βιολάντη» συνεχίζει ν’ ανεβαίνει στις αθηναϊκές σκηνές με μεγάλη επιτυχία τις περισσότερες φορές, δικαιώνοντας την αρχική σύλληψη: Ο συγγραφέας διακρίνει, κρίνει και συγκρίνει φθάνοντας μαζί με το κοινό στην προσδοκώμενη πρόσληψη, χωρίς να δημιουργεί ηθικοπλαστικό πλαίσιο.
Εντούτοις, η ιστορία της Στέλλας Βιολάντη εκτυλίσσεται σε συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, σε μια εποχή όπου η γυναίκα δεν είχε ακόμα χειραφετηθεί. Μολαταύτα, το πρόσωπο της αναφοράς του Ξενόπουλου γνωρίζει πολύ καλά τι αξίζει και τι θέλει, γεγονός που οδηγεί τον συγγραφέα σε μια σκληρή αποτίμηση των δεδομένων που του παρέχονται από τον περίγυρο για να δημιουργήσει τον φαντασιακό μικρόκοσμο του θεάτρου. Εξάλλου, η Στέλλα Βιολάντη είναι μια διακεκριμένη ηρωίδα με ονοματεπώνυμο που την κατατάσσει μεταξύ όλων εκείνων οι οποίοι τολμούν να αρνηθούν την υπακοή. Η Στέλλα κάνει κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν. Τους δείχνει τον δρόμο φέροντας υπερήφανα τον σταυρό του μαρτυρίου της, ενώ η κάθαρση υπόκειται στην ετυμηγορία του κοινού. Η Στέλλα Βιολάντη εκπίπτει, όπως όλοι οι τραγικοί ήρωες, για να ανυψωθεί σε μια άλλη σφαίρα, όπου αθωώνεται συμβολικά και ουσιαστικά.
Η παράσταση, στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν», αποδίδει με ακρίβεια την πλευρά αυτή των δραματικών συνθηκών του έργου του Ξενόπουλου και οπωσδήποτε λαμβάνει υπόψιν της την συμβολοποίηση της Στέλλας Βιολάντη, της οποίας το όνομα συνδέεται με λεξηματικές αναγωγές του βασικού νοήματος και της αναγκαίας συνθήκης που συνοδεύουν τα πράγματα.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Λύρα εκμεταλλεύεται αξιοθαύμαστα την κεντρική θεματική αποφεύγοντας ορισμένους σκοπέλους, που στήνει συχνά, σε τέτοιου είδους έργα, η ηθοπλασία. Ο κύριος Λύρας αντιμετωπίζει την Στέλλα Βιολάντη συμπλέκοντας την ρομαντική διάθεση με στοιχεία «προχωρημένου» νατουραλισμού στα όρια των εκρήξεων της εξπρεσιονιστικής αισθητικής.
Ομοίως, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρους διερμηνεύουν χαρακτηριστικά ό,τι οφείλει να μείνει κρυφό και άδηλο, όπως, π.χ. το βαρύ φόρεμα της Στέλλας: η τεράστια ουρά κρύβει τα μύχια μυστικά της ηρωίδας και την εμποδίζει να βηματίσει ελαφρά. Το σκούρο «παγωμένο» τραπέζι της οικογενειακής τραπεζαρίας μετατρέπεται εύκολα σε αρένα διαπληκτισμών, συγκρούσεων και θανάτου. Πάνω του αφήνει την τελευταία της πνοή η Στέλλα. Η θυσία της υπογραμμίζεται άψογα από την «μακάβρια» μουσική και τα ανάλογα ηχητικά εφφέ του Αντώνη Παπακωνσταντίνου και από τους άριστους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.
Στον ρόλο της Στέλλας Βιολάντη, η Ευγενία Δημητροπούλου κινείται με άνεση κατορθώνοντας να απλώσει ιδανικά τις διακυμάνσεις της ηρωίδας και των παθών της. Ως μητέρα της Στέλλας, η Νεκταρία Γιαννουδάκη δίνει με ευεργετική και άψογη ωριμότητα το «σκληροπυρηνικό» περίγραμμα της τρυφερής μάνας που μέσα της σπαράζει για την τύχη της κόρης της.
Στον ρόλο της θείας, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου «περιγράφει» την κατάσταση με εξαιρετική ευγλωττία, παίζοντας κυρίως με τις γκριμάτσες του προσώπου και τη βαθιά έκφραση των ματιών. Ως πατέρας, ο Δημήτρης Παπανικολάου αποδίδει με ειλικρίνεια την κοινωνικο-οικονομική επιφάνεια των κριτηρίων που στεγάζουν τις συνθήκες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο αδελφός, τον οποίο υποδύεται ο Ηλίας Λάτσης, αποτελεί σκηνική φιγούρα αρκετά σχηματική όπως και ο Χρηστάκης του Αυγουστίνου Κούμουλου, ο οποίος κατορθώνει να τιθασεύσει τη σωματικότητά του. Την διανομή συμπληρώνει η λειτουργική παρουσία της Αθηνάς Σακαλή, στον ρόλο της υπηρέτριας.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.